I do not own any of the images used below. All the rights belong to their respective owners .

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

The Tornado Dancer

Ι read once
that a man creates his own God for himself
his own heaven
and his own hell.

And I do believe it's true
although he soon forgets it .
He walks too deep into it
becoming so attached to his world
believing he is in the eye of the tornado
a prisoner of the chaos around him.


But if only one could truly see
not through the eyes of faded memories
but through the touch of his creation
he'd found himself spinning
-not drifting
Spinning around in chaotic circles

For he is the tornado itself .
And the only way to master its chaos
is to dance with it.










[My first attempt in composing an english poem. Still not sure why it came out that way , but I am working on its greek version , so stay tuned people !] 

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Ο Μάγος και η Χαρμολύπη (μέρος β')


...μέρος δεύτερο
[Δείτε το α'μέρος εδώ : http://retro-hats.blogspot.gr/2013/11/blog-post.html]


Το ενδιαφέρον του κόσμου έκανε πολύ γρήγορα χαρούμενο τον μάγο . Δεν του ήταν πάντα εύκολο να το κάνει , αφού όσο περνούσε ο καιρός κι αυτός μεγάλωνε ,  κάθε χρόνος που περνούσε από πάνω του ένιωθε να παίρνει και κάτι από μέσα του . Όμως είχε αποφασίσει να συνεχίσει ακούραστος . Μάζευε εμπειρίες και γνώριζε ανθρώπους καθημερινά , δεν αθετούσε όμως ποτέ την υπόσχεσή του να χαρίζει το τελευταίο του τραγούδι κάθε βράδυ στην αγαπημένη μητρική φιγούρα του σπιτιού του. Κι όπως συμβαίνει με όλες τις μαμάδες , ακόμα και τις μέρες που αρρώσταινε και οι νότες έβγαιναν σκουριασμένες και ταλαιπωρημένες , εκείνη τον έπαιρνε αγκαλιά και του έλεγε πως δεν πειράζει, πως θα τον ξεκουράσει εκείνη σήμερα, σιγομουρμουρίζοντας τραγουδιστά πλάι του.
 Όπως συμβαίνει όμως συχνά με τους αλλοφερμένους ανθρώπους , ο μάγος δεν γνώριζε ότι εκτός από αγάπη κι ευγνωμοσύνη , τα τραγούδια του προξενούσαν τον φθόνο κι αποτελούσαν πόλο έλξης για κείνους που δεν είχαν βρει ποτέ το χάρισμα τους και πάσχιζαν να γραπωθούν από των άλλων.
 Όταν μεγάλωσε αρκετά και ήρθε η ώρα να αφήσει το σπίτι, αποφάσισε πως ήθελε να δει τον κόσμο ή τουλάχιστον , όσο περισσότερα μέρη μπορούσε, να συλλέξει κι άλλους ήχους και μουσικές και να συνθέσει όμορφα τραγούδια . Αποχαιρέτησε την οικογένεια του και ξεκίνησε , πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη , χωριό και χωριό, ρουφώντας ήχους και καινούριες μελωδίες και τραγουδώντας όπου τον καλούσαν . Φυσικά η φήμη ενός τέτοιου μάγου δεν είναι δυνατόν να μείνει κρυφή για πολύ. Έτσι, οι τσαρλατάνοι κι οι απατεώνες έκαναν ουρές, τον πλησίαζαν και του πουλούσαν συναναστροφή , άλλοι τον δελέαζαν με σκοτεινές προσφορές και μυστικά για να τους δώσει τη φωνή του  και μερικοί το έκαναν τόσο καλά που τον εκμεταλλεύτηκαν πολλές φορές μέχρι να μάθει να την προστατεύει . Αποφάσισε, λοιπόν, να βάλει τη φωνή του σε ένα κουτί, το κλείδωσε και το έκρυψε καλά και δεν την χρησιμοποιούσε παρά μόνο όταν τη χρειαζόταν. Είχε κι αυτό όμως το τίμημά του . Όσο καιρό η φωνή προστατευόταν στο κουτί , τόσο η καρδιά του μάγου γινόταν ευάλωτη και βαριά . Μετά από ώρες περιπλάνησης , για παράδειγμα, έγερνε ελαφρώς μπροστά , καθώς ένιωθε τόσο αφόρητα μεγάλη την καρδιά του και δεν μπορούσε εύκολα να την κουβαλήσει. Όσο όμως τραγουδούσε , γινόταν πάλι ένα μικρό αγόρι , και φανταζόταν αντίκρυ τη μητέρα του να του ζητά να της το αφιερώσει προτού πέσει για ύπνο…»
«Η φωνή του ήταν και η Χαρμολύπη ;» με ρώτησε νυσταγμένος , και με το δίκιο του , γιατί η νύχτα προχωρούσε και δεν ήταν ώρα για προεκτάσεις.
«Όχι μικρό μου , η Χαρμολύπη έφτασε αργότερα στα χέρια του μάγου και με έναν πολύ παράξενο τρόπο…»
«Πώς δηλαδή;»

« Περίμενε να την καλέσουν.»
 «Θα σου εξηγήσω σύντομα τι εννοώ.  Όμως πρώτα θα μου υποσχεθείς πως ό,τι κι αν ακούσεις απόψε , δε θα ψάξεις ποτέ να βρεις τη Χαρμολύπη , Ναι;» Πόνταρα στο γεγονός ότι το νεαρό της ηλικίας σου και η αφηγηματική χροιά της φωνής μου θα σε νανούριζαν τόσο που δεν θα έφερνες μεγάλη αντίσταση.
«Υποσχέσου μου πως δε θα την αναζητήσεις ποτέ , μ’ακούς;»
« Το υπόσχομαι» . Κι εκεί που νόμιζα πως τη γλίτωσα , έκανε τη πιο συνηθισμένη και χιλιοειπωμένη ερώτηση των 5 ετών και κάτι : « Γιατί;»
«Γιατί η Χαρμολύπη τελικά , δεν είναι και πολύ ωραίο πράγμα…» Σούφρωσε λιγάκι τα χείλη και με σκούντησε ελαφρώς , αποδεχόμενος το αίνιγμα και απαιτώντας να συνεχίσω ακόμη κι αν δεν έμεινε πλήρως ικανοποιημένος με την απάντηση μου.
« Ο Μάγος είχε συνηθίσει σε αυτή τη ζωή , προχωρώντας πάντοτε προσεκτικά , κι ας συναντούσε τόσο κόσμο στο διάβα του, με ελάχιστους συντρόφους για παρέα , αφού άλλαζε συχνά συνοδούς και πολλές φορές κρατούσε κρυφό το χάρισμα του, σαν ένα πολύτιμο κι επικίνδυνο μυστικό. Του άρεσαν οι παρέες και απολάμβανε συνάξεις όπου του δινόταν η ευκαιρία να σφυρίζει – ποτέ όμως να τραγουδά. Κατά βάση όμως ταξίδευε μόνος το μεγαλύτερο διάστημα κι αυτό ήταν το πιο δύσκολο , γιατί δεν είχε κανέναν να τον βοηθήσει να κουβαλήσει την καρδιά του . Τα τραγούδια που φύλαγε και δεν έλεγε πια , γίνονταν φορτίο και στοιβάζονταν εκεί το ένα πάνω στο άλλο.  Από την άλλη ήταν όμως και το πιο ασφαλές γιατί έτσι δεν ήταν διαρκώς σε επιφυλακή μήπως κάποιος ανακαλύψει το μυστικό του και το θελήσει για τον εαυτό του. Συνέχιζε όμως να ταξιδεύει και να αφουγκράζεται μουσικές και τραγούδια του κόσμου περπατώντας κάθε μέρα πιο κοντά στο όνειρό του.
»Μια μέρα λοιπόν ο Μάγος, μετά από κοπιαστικό σεργιάνι , έφτασε στην Πόλη της Βροχής . Μάλιστα, κατέφτασε πολύ ενθουσιασμένος , γιατί είχε ακούσει από πολλούς στο δρόμο του να επαινούν την ομορφιά της και τους γεμάτους με νέους ανθρώπους δρόμους της . Η πόλη αυτή είχε όλα τα καλά , είχε όμως μονάχα ένα κακό : δε σταματούσε ποτέ να βρέχει . Όλο το χρόνο έβρεχε , χειμώνα καλοκαίρι , άλλοτε δυνατά και φοβερά κι άλλοτε σιγανά και τρυφερά , σαν να χαιδεύει το έδαφος . Δεν σταματούσε όμως ποτέ .Οι μελαγχολικοί τότε γέμιζαν θλίψη , και η αισιόδοξοι απογοήτευση. Ο Μάγος όμως δεν ήταν ούτε το ένα , μα ούτε και το άλλο. Όταν το καλοσκεφτόταν , κατέληγε πως ίσως , να ίσως ,και να ήτανε λιγάκι μόνος όλο κι όλο.  Δεν ήταν λίγες οι φορές , που κάπου κάπου στα ταξίδια του , αναζητούσε υποσυνείδητα κι άλλους μάγους ή μάγισσες , κάποιον που θα μπορούσε να του τραγουδήσει δίχως να φοβάται , κι ίσως να έβλεπε κι εκείνος παρόμοια θαύματα. Είχε λοιπόν ακόμα την ελπίδα , πως κάπου στην Πόλη της Βροχής ,  κάτω ίσως από κάποια ομπρέλα , να ‘βρισκε πλάσμα να του μοιάζει.»
« Και το βρήκε;»
« Αν με διακόπτεις συνέχεια πώς θα μάθεις; όλα με τη σειρά τους !» Άσε που πρέπει να σε πάρει κι ο Μορφέας σιγά σιγά , σκέφτηκα.
« Μμμ, καλά εντάξει δε θα σε ξαναδιακόψω .  Να ρωτήσω , η Χ..-- »
« Το κάνεις επίτηδες για να μην κοιμηθείς έτσι; » Όχι που δεν θα το καταλάβαινα !
«Καλά ντε δεν είπα και τίποτα…Δεν θα ξαναπω τίποτα τώρα. Συνέχισε γιατί έχεις αφήσει τον μάγο στην Πόλη της Βροχής.»
«Θυμάμαι , και;»
«Ε τον έχεις αφήσει και βρέχεται τόση ώρα..!» 

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Ο Μάγος και η Χαρμολύπη (α μέρος)

  [Μετράμε αντίστροφα για τα Χριστούγεννα ξανά...και έχει αρχίσει να βγαίνει από μέσα μου μια λίγο πιο χριστογεννιάτικη ιστορία (ή μη) , ίσως λίγο πιο μαγική από τις άλλες . Ιδού το πρώτο μέρος της, που βρέθηκε σε ένα "συρτάρι γεμάτο με ιστορίες" ]




                                                        ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ ΜΕ ΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ:

     Ο ΜΑΓΟΣ ΚΑΙ Η ΧΑΡΜΟΛΥΠΗ




    «Θα μου πεις μια ιστορία ;» Και μην μου πείτε ψέματα. Κάπως έτσι δεν ξεκινάνε όλα;
            Μια φορά και μια νύχτα , έβρεχε πολύ , καλή ώρα σαν και τώρα . Οι γονείς μας έλειπαν από νωρίς, ο αδερφός μου κι εγώ ήμασταν μόνοι στο σπίτι κι η ώρα ήταν περασμένη .  Ήταν ακόμη μικρός , στην ηλικία που μπορούσε να με βασανίζει αλλά και να με αγαπάει ταυτόχρονα με τον ίδιο τρόπο, έτσι που συνδυάζει δυο ταυτότητες : Το καλικατζαράκι των Χριστουγέννων και το αγγελάκι της κορυφής του δέντρου που είχαμε στολισμένο και φέτος στο σαλόνι μας.
 Συνήθιζε να υπνοβατεί , οπότε όταν τον αντίκρισα στο δωμάτιο μου στη μέση της νύχτας έτοιμο να ανοίξει τη ντουλάπα μου και να χωθεί μέσα, δεν με εξέπληξε καθόλου ! Τον πήρα από το χέρι σιγά σιγά και τον οδήγησα στο κρεβάτι ξαπλώνοντας δίπλα του όσο χωρούσα , προσπαθώντας να μην τον ενοχλώ. Πάνω που πήγαινε να με πάρει και μένα ο ύπνος τόσο ήσυχα, τον ένιωσα να τρέμει και τον άκουσα να παραμιλά για λίγο. Είχε μισοξυπνήσει και τίναζε τα πόδια του , κι έτσι όπως μου είχε γυρισμένη την πλάτη , οι μικροσκοπικές αλλά δυνατές κλοτσιές του έφταναν στην κοιλιά μου.
«Θα μου πεις μια ιστορία, Λύκη;» ήταν οι μόνες διάσπαρτες λέξεις που μπορούσε κανείς να ενώσει από το παραμιλητό του και να βγάλει κάποιο νόημα. Τι ιστορία να του πω , που να μην έχει ξανακούσει . Σαν να διάβασε τη σκέψη μου , γύρισε προς το μέρος και δίχως να ανοίξει τα μάτια του μου είπε καθαρότερα : «Όχι την ιστορία με τους μάγους και τα δώρα , μου την είπε η μαμά εχθές…»
«Σ’άρεσε;» τον ρώτησα για να κερδίσω λίγο χρόνο.
«Έτσι κι έτσι .» Τον ρώτησα γιατί. « Ε, μπερδεύτηκα λίγο . Νόμιζα ότι θα κάνανε μαγικά και τέτοια , αλλά τίποτα. Όλα τα άλλα ήτανε τα μαγικά εκτός από αυτούς . Τι μάγοι ήταν αυτοί;» Γέλασα μαζί του ! Ώρες ώρες με εντυπωσιάζει ο τρόπος που επεξεργάζεται τα πράγματα κι άλλες με τρομάζει. Αποφάσισα να τον περιπαίξω λίγο !
«Οι αληθινοί μάγοι δεν κάνουν μάγια , ξέρεις» του είπα . Άργησε να απαντήσει και νόμισα προς στιγμήν ότι τον πήρε πάλι ο ύπνος , όμως εκείνος επεξεργαζόταν όλα όσα του έλεγα. Αποφάσισα να τον βοηθήσω λίγο και έτσι πρόσθεσα : « Οι αληθινοί μάγοι δεν κάνουν μάγια γιατί είναι αυτοί που βοηθάνε τους άλλους να τα κάνουν. »
«Αυτό μου είπε και η μαμά. Μιλάτε περίεργα εσείς οι μεγάλοι!» είπε.
«Ναι το έχουμε αυτό.» Η απάντηση πήγαινε περισσότερο σε μένα . Έτσι αποφάσισα να αρχίσω να του χαϊδεύω τα ίσια μαλλάκια του , που είχαν αρχίσει να μακραίνουν, για να επανορθώσω. Έμεινε λίγο σιωπηλός κι ύστερα πάλι με αιφνιδίασε :
«Και δηλαδή οι μάγοι που έφεραν τα δώρα στον μικρό Χριστούλη τι είναι; Αληθινοί ή ψεύτικοι ;» Δεν ήξερα ποια ήταν η σωστή απάντηση στην ερώτηση του , μου έδωσε όμως πάσα να κάνω κάτι καλύτερο : να πραγματοποιήσω την επιθυμία του.
«Αυτό δεν το γνωρίζω με τη σιγουριά. Μπορώ όμως, αν θέλεις να σου πω μια ιστορία , για έναν αληθινό μάγο που γνώρισα κάποτε και ξέρω σίγουρα.» Σαν να πρόφερα τις μαγικές λέξεις , άνοιξε τα μάτια του μεμιάς και με κοίταξε χωρίς ίχνος νύστας γεμάτος ενθουσιασμό.
«Σοβαρά; Αληθινός αληθινός;»
«Πέρα για πέρα.»
 «πες μου , Λύκη , πες μου!»
«Κλείσε τα μάτια , λοιπόν , κι άκου...» Σιγουρεύτηκα ότι έκανε ό,τι του είπα κι ύστερα ξεκίνησα να του διηγούμαι όσο πιο αλληγορικά και παραμυθικά μπορούσα, πώς γνώρισα «τον μάγο». Ή μάλλον πιο σωστά , τον Μάγο και τη Χαρμολύπη του.
«Τριγυρνούσε κάποτε ανάμεσα μας ένας μάγος , διαφορετικός από τους υπόλοιπους. Δεν είχε κανένα ψηλό καπέλο , ούτε μανδύα ούτε καμία άλλη περίεργη φορεσιά που να φανερώνει την ιδιότητα του κι έτσι κανείς δεν καταλάβαινε πόσο μαγικός ήταν . Φρόντιζε με επιμέλεια να περπατά σαν όλους τους άλλους , να ανακατεύεται με το πλήθος , να πίνει, να γελά , να ανασαίνει και να σφυρίζει όπως και οι γύρω άνθρωποι . Είχε πυκνά σαν τον έβενο μαλλιά , και άφηνε πολύ συχνά μια πυκνή  γενειάδα γύρω από το πρόσωπο του. Φήμες λένε ότι είναι μαγικά , αλλά κανείς δεν ξέρει να πει με σιγουριά τι κρύβουν. Όμως αν κοιτούσες προσεκτικά , έβλεπες πως είχε όλη τη γλυκάδα ενός μικρού σκαντζόχοιρου , κι αυτό γιατί τον μαρτυρούσαν τα μάτια του. Αυτά δεν μπορούσε να τα κρύψει!»
«Γιατί να θέλει να τα κρύψει όμως ; Ήταν άσχημα;» ρώτησε αθώα και νυσταγμένα.
« Το αντίθετο. Ήταν μαύρα . Θυμάσαι τι έχουμε πει για τα μαύρα μάτια;» Κάτι μουρμούρισε χαριτωμένα αλλά δεν θυμόταν κι έσπευσα να τον βοηθήσω : «Το μαύρο χρώμα είπαμε το βλέπουμε όταν λείπουν τα χρώματα. Λίγοι είναι όμως οι άνθρωποι που έχουν πραγματικά ατόφια και γυαλιστερά μαύρα μάτια , τα αυθεντικά που λέμε , εκείνα που γεννιούνται με το παιχνίδι των αστεριών. Σε αυτούς τους λίγους τυχερούς , το μαύρο δεν δηλώνει την απουσία , αλλά τον χώρο . Όταν κοιτάξεις καλά μέσα σε αυτά βλέπεις όλο τον χώρο που έχουν μέσα τους για να δεχθούν την ωραιότητα , την ομορφιά και την αγάπη. Ο μάγος της ιστορίας μας είχε ένα ζευγάρι τέτοια .»
«Και δεν του άρεσαν του μάγου όλα αυτά; Μήπως ήταν κακός;»
« Χαχα, όχι μικρό μου. Νομίζω πως απλά δεν το’ξερε.  Πρέπει να έδινε συνεχώς , εδώ κι εκεί , και έκανε συχνά λάθος στην ποσότητα και την ποιότητα. Στο λίγο έδινε πολύ, κι όταν έφτανε το πολύ δεν περίσσευε άλλο. Θαρρείς κι είχε αντικρύσει μια φορά κατάματα το αστέρι του και το άφησε να πεθάνει. Αλλά είχε κάτι που πολλοί θα το ζήλευαν. Είχε τόσο χώρο μέσα του που δεν ήξερε τι να τον κάνει.»
 « Θα πρέπει να ήταν ένας πολύ λυπημένος μάγος…Έτσι μου φαίνεται. » παρατήρησε αμέσως. Δεν ήθελα να απαντήσω σε αυτό κι έτσι τον αποπροσανατόλισα .
« Αυτός ο μάγος πάντως είχε δυνάμεις να ξέρεις!
«Αλήθεια;» πήγε να ανοίξει τα μάτια του από ενθουσιασμό αλλά συγκρατήθηκε γιατί θυμήθηκε τη συμφωνία μας.
« Και βέβαια. Είχε ένα χάρισμα, που λες , αλλά και μια άλλου είδους δύναμη,  τη Χαρμολύπη, και αυτή να ξέρεις ήταν η σωτηρία του αλλά και πρόβλημα του . Αλλά για αυτή θα σου πω αργότερα. Προτού ακόμα αποκτήσει τις δυνάμεις του , ο μάγος της ιστορίας μας γεννήθηκε με ένα ξεχωριστό δώρο : τη φωνή του . Είχε τόσο όμορφη φωνή, και η μητέρα του , που τον υπεραγαπούσε , ήταν εκείνη που ανακάλυψε πρώτη ότι ήταν κάτι το ξεχωριστό. Του έδειξε τι μπορεί να κάνει με αυτήν και πως, αν εξασκηθεί σωστά και μάθει όμορφα τραγούδια , θα μπορεί αργότερα να μιλάει στα πουλιά . Έτσι κι έκανε , λοιπόν , άρχισε να αφουγκράζεται ό,τι μελωδίες άκουγε τριγύρω κι ύστερα μπορούσε να τις μιμηθεί με χάρη. Κάθε φορά που μάθαινε ένα καινούριο , νανούριζε με αυτό τη μητέρα του τα βράδια μέχρι να βαρεθεί ή να παλιώσει . Έτσι μεγάλωνε ο μάγος, κι όταν πια μεγάλωσε κι είχε μάθει όλα τα εκεί  γνωστά τραγούδια , άρχισε να τραγουδά δικά του , και λένε πως  κάθε φορά που περαστικοί βρίσκονταν στο δρόμο του , μαγεύονταν μεμιάς και στέκονταν να τον ακούσουν !»
«Και οι βιαστικοί ; Ξέρεις , αυτοί που σε σκουντάνε στα πεζοδρόμια με τις ομπρέλες τους.»
«Ω, ιδίως οι βιαστικοί ! και με το παραπάνω… Συνεχίζω λοιπόν;» Ο μικρός μου αδερφός ένευσε καταφατικά . Νυσταγμένος μεν , εξαιρετικά περίεργος δε. 

[Συνεχίζεται...]

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

H Tιμή μιας Μάγισσας , Το Μηδέν ή, Μαύρη Πεταλούδα


[ Ο Νοέμβρης ήταν πάντα στο μυαλό μου ως ιδανικός μήνας μαγισσών - δεν έχω ιδέα γιατί . Μιας και είχαμε Halloween όμως , δεν πάμε να δούμε μια ιστορία απ'τα παλιά , μια κάπως διαφορετική απο αυτές που έχουμε πει ως τώρα ; ] 




Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 1604, Καταντέν , Γαλλία


         
   Η πλατεία του Σεντ Πιερ είχε κυριολεκτικά κατακλυστεί από τους κατοίκους του χωριού. Ούτε που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι κάτω από τα πόδια τους δέσποζε μοναδικό πλακόστρωτο με δεξιοτεχνικά ζωγραφισμένες παραστάσεις κι ούτε που ενδιαφερόταν σήμερα το μεσημέρι για αυτήν. Θαρρείς και από τη μεγαλύτερη πλατεία του Καταντέν , είχε μετατραπεί ξαφνικά σε ένα μικροσκοπικό δοχείο , όμοιο με γουδί κι ο κόσμος στριμωχνόταν να χωρέσει στα τοιχώματα του, εκτός από ένα σημείο λίγο μετά τη μέση , στο οποίο ήταν στημένη μια ψηλή εξέδρα και πάνω της ένας ξύλινος πάσσαλος με μικρότερα δεμάτια κλαδιών σκορπισμένους τριγύρω. Οι άνθρωποι σπρώχνονταν γύρω από αυτήν , πατούσαν ο ένας τον άλλον , άλλοι συζητούσαν μεγαλόφωνα , οι γυναίκες ειδικά έλεγαν τα κουτσομπολιά της ημέρας , και άλλοι καβγάδιζαν για τους συνήθεις λόγους που λογομαχεί κανείς όταν ζει σε μια μικρή κοινότητα της Γαλλίας του 17ου αιώνα. Όλοι έμοιαζαν ανυπόμονοι για κάτι και όσο πιο περισσότερη φασαρία έκαναν τόσο καλύτερα νόμιζαν πως σκότωναν την ώρα τους. Ανάμεσα σε αυτούς που προσπαθούσαν να κινηθούν μέσα στο πλήθος διεκδικώντας μια καλύτερη θέση ή χαιρετώντας κάποιον γνωστό , ανήκε και ο Αντριάν Ντεσινέ.
            Ο Αντριάν ήταν ο δάσκαλος της κοινότητας , ένας φιλήσυχος και απομονωμένος σχετικά άνθρωπος που έζησε όλη του τη ζωή στο Καταντέν. Δεν ήταν ιδιαίτερα νέος , αλλά άγαμος και άκληρος καθώς ήταν , οι καλές γλώσσες έλεγαν ότι ήταν ό,τι πρέπει για τις κοπέλες της σειράς του. Παράλληλα, ενώ όλοι φαίνεται να τον ήξεραν, εάν ρωτούσες τον οποιοδήποτε να σου πει κάτι παραπάνω για τη ζωή και τα όνειρά του , δε θα ήξερε να σου απαντήσει, κι επειδή ακριβώς δεν θα γνώριζε να σου πει, θα δήλωνε στην τελική πως ήταν μια παντελώς αδιάφορη απάντηση. Εν μέρει αυτό ήταν αλήθεια , αφού ο Αντριάν δεν είχε ούτε περίπλοκη ζωή ούτε απραγματοποίητα όνειρα και φιλοδοξίες, αλλά ήταν ακριβώς αυτό που έβλεπες: αξιοπρέπεια και πραότητα. Όχι και τεράστια ευγένεια , μόνο όταν έπρεπε. Ειδικά όσο περνούσαν τα χρόνια οι άνθρωποι τον κούραζαν. Αλλά να, δε μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που επιθύμησε πολύ κάτι. Κι ενώ έκανε πέρα μια παχουλή κυρία και πέταξε ένα “με συγχωρείτε” σε έναν φωνακλά τύπο για να περάσει, είδε επιτέλους τον γνωστό του Ζορζ με τον οποίο είχε ραντεβού πριν κανένα δεκάλεπτο. Εκείνος τον είδε πρώτος, του σφύριξε και του έκανε νόημα να πλησιάσει.
   “Αντριάν! Εδώ , εδώ.” τον βόλεψε δίπλα του με ένα χαμόγελο. Πρόσεξε επίσης κι έναν άλλο κύριο που στεκόταν δίπλα του που μιλούσε μαζί του . Πρέπει να τον είχε ξαναγνωρίσει πρόσφατα αλλά δε θυμόταν το όνομα του πέρα από το πρόσωπο του κι έτσι προσποιήθηκε πως τον θυμόταν. Εξάλλου, δεν είχε και πολλή όρεξη σήμερα.
   “Bonjour” είπε απλώς εκείνος . “Προσπαθούσα ώρα να σε βρω αλλά χάθηκα μες το πλήθος. Κάθε φορά τα ίδια.”
    “Τι τα θες ,” αποκρίθηκε ο Ζορζ “τουλάχιστον είμαστε μπροστά μπροστά και θα απολαύσουμε το θέαμα!” Ο Αντριέν δεν ήταν πολύ σίγουρος ότι συμφωνούσε με τον φίλο του. Εντάξει , η παρακολούθηση της καύσης μιας μάγισσας είναι κοινωνικά απαραίτητη αλλά θα αισθανόταν πολύ πιο άνετα αν βρισκόταν πιο μακριά ακόμα και με ψηλότερους και παχύτερους άνδρες από αυτόν να του κρύβουν τη θέα. Δεν συμμεριζόταν λοιπόν τον ενθουσιασμό του Ζορζ για τέτοιου είδους γεγονότα , για να μην τον κακοκαρδίσει όμως ,αλλά και για να μην ανοίξει πάλι αυτό το θέμα συζήτησης, άλλαξε απευθείας το θέμα.
  “Η υπόλοιπη οικογένεια σου δεν είναι εδώ;” ρώτησε τον Ζορζ.
  “Τι είπες; Δεν σε άκουσα.” του απάντησε τεντώνοντας τα αυτιά του μήπως και τον ακούσει μες τη φασαρία.
   “ Λέω, πώς και μόνος εδώ πέρα mon ami.” επανέλαβε.
  “Α, η Ζορζέτ ήταν αδιάθετη πάλι κι ο γιατρός της έχει πει να μείνει στο κρεβάτι μέχρι να γεννήσει.”
   “Κι ο Πιέρ;”
   “Α. Να εκεί κάτω . Μπροστά μπροστά με τα άλλα παιδιά , παίζουν πάνω στην εξέδρα.”
   “Πρώτη φορά;”
  “Μμ , ναι.” είπε αδιάφορα και φαίνεται πως δεν είχε διάθεση για τέτοιες ερωτήσεις ,αφού στράφηκε στον διπλανό του με τον οποίο συζητούσαν κάτι σχετικό με τη γη τους. Ο Αντριέν δεν πολυενδιαφερόταν για κάτι τέτοια θέματα , οπότε έστρεψε το κεφάλι και τεντώθηκε προς το μέρος που του υπέδειξε πως βρισκόταν ο Πιερ. Ήταν μικρός ακόμα , ούτε δεκατριών , αλλά ειδικά τώρα που τον έβλεπε δίπλα στα άλλα παιδιά ήταν κοντός για την ηλικία του . Ωστόσο , φαινόταν τόσο υγιής καθώς έτρεχε και γελούσε , με τις ξυπόλυτες πατούσες του να πατάνε γερά πάνω στα σκορπισμένα ξύλα.  Τον θυμόταν από μικρό παιδί , πάντα του φώναζε η μητέρα του που δεν είχε καμιά αγάπη για τα παπούτσια. 
            Κάπως έτσι ξεχάστηκε για λίγο , όταν όμως το ρολόι χτύπησε δώδεκα και η αναταραχή μεγάλωσε, είπε στον Ζορζ μήπως θα ήταν πιο ακίνδυνο να πει στο γιο του να κατέβει με τους άλλους από την εξέδρα.
  “Πώς; Α, ναι σωστά. Πιερ. Πιερ! Πιερ κατέβα κάτω αμέσως, τώρα είπα!” Το αγόρι υπάκουσε απότομα και κατέβηκε γρήγορα από την εξέδρα , αν και δεν απομακρύνθηκε ιδιαίτερα από αυτήν. Φαίνεται πως ήθελε κι αυτός να δει το “φαντασμαγορικό” θέαμα που θα του 'πε ο μπαμπάς του. Πού να 'ξερε.
            Ξαφνικά όλα ησύχασαν. Οι φωνές του κόσμου έγιναν από θόρυβοι σε ψίθυροι κι από ψίθυροι σε σιωπή. Όλοι γύρισαν τα κεφάλια τους και κοίταξαν προς τα πίσω. Έφτασαν επιτέλους. Ήταν εδώ. Ο κόσμος μπορούσε να τραφεί. Ο εκπρόσωπος της Ιεράς Εξέτασης ήταν εκεί και κατευθυνόταν προς το μέρος τους. Ένας ψηλός και μεγαλόσωμος άνδρας έμπαινε στα μπροστά και παρακινούσε τον κόσμο να ανοίξει έναν διάδρομο για να περάσουν αυτός και οι υπόλοιποι που ακολουθούσαν. Οι άνθρωποι υπάκουγαν σαν υπνωτισμένοι γιατί το θέαμα τους έτρεφε και δεν τους πείραζε να παραχωρήσουν λίγα εκατοστά από τον ήδη μειωμένο τους χώρο.
             Ανάμεσα τους , πίσω από τον πρώτο , ακολουθούσαν άλλοι δύο άντρες με το έμβλημα της υπηρεσίας του βασιλιά και ανάμεσα τους μια γυναίκα σαν χτικιό παραπατούσε με τους αδύναμους αστραγάλους της απο δω κι απο κεί με τα χέρια δεμένα μπροστά μεταξύ τους και οι άνδρες να τη βαστούν μέσα από τους αγκώνες. Εκείνοι που βρίσκονταν πιο κοντά φαίνονταν να την τρέμουν και απομακρύνονταν ενώ άλλοι που βρίσκονταν πιο μακριά της , το έπαιζαν γενναίοι και τέντωναν τα άκρα της μήπως κι αγγίξουν το χιλιοσκισμένο μαύρο της φόρεμα του οποίου τα ξέφτια τινάζονταν πέρα δώθε. Κανείς δε μπορούσε να δει το πρόσωπο της γιατί τα μακριά βρώμικα μαλλιά της έπεφταν όλα μπροστά κι έτσι πολλοί προσπαθούσαν να μαντέψουν αν από κάτω γελάει ή κλαίει ή και τα δύο. Προχωρούσε σε σταθερό ρυθμό κι όποτε σκονταφτε ή καθυστερούσε , πάντα βρισκόταν κάποιος εκεί να της δώσει μια σπρωξιά στον ώμο για να συνεχίσει, ώσπου έφτασαν όλοι στην εξέδρα. Οι δύο άνδρες την ανέβασαν από τα ελάχιστα στενά σκαλοπάτια και την πέταξαν στο πάτωμα.
            Ο μεγαλόσωμος άνδρας τη σήκωσε , της έλυσε τα χέρια και την έδεσε χειροπόδαρα επάνω στον πάσσαλο. Εκείνη δεν αντιδρούσε, κινούνταν σαν κουρδισμένη μαριονέτα με μηχανικό, σχεδόν τρομακτικό τρόπο.  Δεν ακουγόταν τίποτε, ο κόσμος  λες και κρατούσε την ανάσα του.
            Ο Αντριέν είδε έπειτα τον ιεροεξεταστή να την πλησιάζει , να την επεξεργάζεται και με μια έκφραση ικανοποίησης στο πρόσωπο του, έδιωξε τα μαλλιά από το πρόσωπο της και το αποκάλυψε. Είχε ένα νέο παγωμένο και κρυστάλλινο πρόσωπο με μεγάλα πειθήνια μάτια , που η κούραση τα μεταμόρφωνε σε επικίνδυνα , χωρίς να μειώνει την μοιραία τους ομορφιά. Προς το παρόν ήταν ανέκφραστη αλλά θαρρείς πως με τα μάτια τους κοιτούσε όλους έναν έναν και τους περιγελούσε. Κοιτούσε τριγύρω σαν να μην είχε αίσθηση του τι συμβαίνει. Η διαπεραστική ματιά της συναντήθηκε με του Αντριέν και έμεινε εκεί. Εκείνος τρομοκρατήθηκε κι ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι , όχι επειδή τον φόβισε η παρουσία της αλλά έπειδή ένιωσε μια περίεργη έλξη , σαν να μαγνητίστηκε και για αυτό να μη μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
            Ο ιεροεξεταστής ρώτησε το όνομα της και για τι κατηγορείται. Η γυναίκα από την αδυναμία της δε μπορούσε να μιλήσει πολύ δυνατά , αλλά νόμιζε πως άκουσε το όνομα Κίρα Σαντάλ ή κάπως έτσι. Ο ιεροεξεταστής όμως περίμενε να ακούσει και κάτι άλλο και γινόταν ανυπόμονος. Αφού έβλεπε πως η γυναίκα δεν ήταν διατεθειμένη να απαντήσει , της ψιθύρισε κάτι , πιθανότατα αν είχε κάποια τελευταία λόγια να πει. Εκείνη γύρισε το βλέμμα της και τον κοίταξε αηδιασμένη μες τα μάτια. Της πέρασε από το μυαλό να κάνει κάποια απότομη κίνηση με τα πόδια και τα χέρια της μήπως και καταφέρει και κάπως τον χτυπήσει αλλά τα άκρα και τα πλευρά της ήταν σημαδεμένα και καταφρονημένα από τα χθεσινά βάσανα. Ακόμα δεν έχει φύγει η γεύση του νερού ανακατεμένου με το αίμα της όταν τη βύθιζαν κρεμάμενη από χέρια και πόδια μέσα στο νερό. Χθες νερό, σήμερα φωτιά, σκέφτηκε.  Κι αφού δεν μπορούσε να τον χτυπήσει, τον έφτυσε.
          Αυτός , θυμωμένος και προσβεβλημένος στράφηκε στο λαό και μίλησε με δυνατή και καθαρή φωνή λέγοντας πως η γυναίκα αυτή είναι μάγισσα και ως ερωμένη του διαβόλου έπρεπε να θανατωθεί όπως και όλες οι άλλες πριν απο αυτήν , για να εξαγνιστεί. Ο Αντριέν ένιωσε ακόμα πιο άβολα. Ήξερε από την αρχή ότι ερχόταν να παρακολουθήσει ένα τέτοιο γεγονός και πάντα ήταν επιφυλακτικός αλλά ειδικά σήμερα ένιωθε πως ήταν αδύνατον να γίνει μάρτυρας σε κάτι τέτοιο. Σαν να μην άντεχε να τη δει να πεθαίνει. Μα είναι γελοίο ,σκέφτηκε. Στράφηκε προς τον Ζορζ κι απογοητεύτηκε όταν είδε να καταπίνει μαζί με το διπλανό του τα λόγια του εξεταστή σαν να ‘ταν ιερά και να είναι σχεδόν γοητευμένοι από το λογίδριο του σχετικά με τους δόλους του Σατανά και των μαγισσών.             Προς στιγμήν νόμισε πως ένιωσε ακριβώς εκείνη την αηδία με την οποία είχε κοιτάξει πριν τον εξεταστή η μάγισσα. Τα πέντε λεπτά του φάνηκαν αιώνες και κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε τον πονούσε σαν πληγή από μαχαίρι και ήθελε να φύγει. Αλλά που να πάει; Έμεινε καρφωμένος στο πάτωμα και περίμενε. Ευτυχώς ήταν όλοι τόσο απορροφημένοι που κανείς δεν πρόσεξε την αμηχανία και τον κρύο ιδρώτα του. Όταν τελείωσε το λογίδριο , όλοι κατάλαβαν ότι ήρθε η ώρα.
            Έφτιαξαν τα δεμάτια από κλαδιά ομοιόμορφα γύρω της και απομακρύνθηκαν . Ο μεγαλόσωμος άνδρας άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε. Έτσι απλά. Ύστερα απομακρύνθηκε κι αυτός. Έστρεψαν όλοι τα βλέμματα τους στην Κίρα κι εκείνη τους το ανταπέδιδε δαιμόνια χωρίς ωστόσο να βγάζει δηλητήριο αλλά οίκτο. Πίσω από το νέφος του καπνού που είχε σχηματιστεί από τη φωτιά , αυτή χαμογελούσε δείχνοντας τα δόντια της. Όταν συνάντησε τα μάτια του Αντριέν για δεύτερη φορά, διάβασε μέσα του τον τρόμο και του φάνηκε πως μόνο για κείνον ζέστανε τη ματιά της. Σαν να του εμπιστεύθηκε κάτι , κάποιο μυστικό που ήταν σίγουρη πως θα το φυλάξει με τη ζωή του. Ύστερα έγινε κάτι που δεν είχε ξαναδεί ποτέ του . Ο κλοιός της φωτιάς στένεψε γύρω της και το σώμα της άρχισε να υπερθερμαίνεται και τότε άρχισε να γελάει , να γελάει πολύ δυνατά, τόσο που και ο τελευταίος άνθρωπος που στεκόταν πίσω στο βάθος μπορούσε να την ακούσει. 'Οταν πλέον η φωτιά άγγιξε τα πόδια της και έγινε πιο αληθινό ούρλιαξε από τον πόνο για αρκετά δευτερόλεπτα όσο την έτρωγε η φωτιά . Το σώμα της έτρεμε , τρανταζόταν δυνατά μπρος και πίσω , συρρικνωνόταν κι ύστερα διαστελλόταν ενώ ο κορμός της τεντωνόταν , το στέρνο της έβγαινε προς τα έξω σαν να προσπαθούσε η ψυχή της να βγεί μέσα από το σώμα της και να φύγει ψηλά .
            Ο Αντριέν έκλεισε γρήγορα τα μάτια του και τα κράτησε έτσι για πολλή ώρα. Αν όμως τα είχε κρατήσει ανοιχτά , θα πρόσεχε σίγουρα ένα μικρό δωδεκάχρονο αγοράκι ονόματι Πιερ να χαζεύει εκστατικός τη φωτιά ενώ στα μάτια του καθρεφτίζονταν σπίθες σαν να ΄ταν ερωτευμένος. Τα άνοιξε μόνο ύστερα από λίγο που ο Ζόρζ τον σκούντησε κατά λάθος την ώρα που ο κόσμος σκορπιζόταν και πάλι στις απλές καθημερινές και τιποτένιες ζωές τους.


Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Γυάλινοι Παίκτες (μέρος Ε΄)

V


            “Έχει πολύ ακόμα;” με ρώτησες με τέτοιο τρόπο , που δεν κατάλαβα αμέσως την κρυμμένη ειρωνία .
         “ Έχει όσο έχει” . Ήταν η πρώτη φορά που έπιασα τον εαυτό μου να μην έχει μια σαφή απάντηση . Σε τράβηξα με τόση σιγουριά από τη βολή σου , έχοντας την αυτοπεποίθηση ότι ο λαβύρινθος θα συγκινηθεί από την αποφασιστικότητα μας και ως δια μαγείας θα μεταμορφωθεί σε μονόδρομος με τέρμα την έξοδο κινδύνου. Όμως δεν ήταν έτσι , κι αυτό άρχισα να το συνειδητοποιώ αφότου συμπληρώσαμε δυο ώρες περιπλανώμενοι με γυμνά πόδια σε κρύο γυαλί. Καταλαβαίνεις την απογοήτευση στη φωνή μου όσο κι αν προσπαθώ να την κρύψω. Το έκανες αυτό κι από παλιά .
           “Δεν με καλύπτει ιδιαίτερα η απάντηση σου” . Δοκίμασες να σφίξεις το χέρι μου για να σταματήσουμε .
           “ Αν δεν κάνω λάθος δικά σου είναι αυτά τα λημέρια. Μήπως να οδηγούσες εσύ;” Σου χαμογέλασα για να το σκεφτείς λιγότερο .
             “Είναι μάταιο αυτό που κάνουμε , στο είπα.”
             “Δεν το δέχομαι. Δεν είναι λογικό . Από τη στιγμή που υπάρχει είσοδος , υπάρχει και έξοδος . Απλώς πρέπει να ψάξουμε λίγο ακόμα, αυτό είναι.”
            “ Λογικό; Τίποτα από όλα αυτά – και ειδικά εδώ μέσα δεν μου φαίνεται λογικό . Κοίτα γύρω σου , κοντεύει να μας καταπιεί το γυαλί! Άμφιβάλλω αν βρούμε κάποια έξοδο. Έχω την αίσθηση ότι ο λαβύρινθος παίζει μαζί μας.”
              “Τι εννοείς;”
             “Μοιάζει κάτι ζωντανό , με κάποια ενέργεια τουλάχιστον αν όχι βούληση. Ξέρει ότι θέλουμε να φύγουμε κι αντιδρά.  Όσο απομακρυνόμαστε και πλησιάζουμε κάπου , τόσο αλλάζει σχήμα και σημιουργεί νέους μαιάνδρους και αδιέξοδα . Μπορούμε να μείνουμε χαμένοι για πάντα!”
            “Αυτό είναι!”
           “Τι; Να μείνουμε χαμένοι εδώ μέσα; Καμία αντίρρηση προσωπικά αν και νομίζω ότι δεν σε σηκώνει το κλίμα” . Μου έδειξες τα ίχνη που αφήναμε πίσω μας . Τα δικά σου με χρώμα υπόλευκο και τα δικά μου άφηναν ρωγμές όπου πατούσα . Ύστερα από λίγο χάνονταν κι ακολουθούσαν βαθμιαίες δονήσεις που όλο και δυνάμωναν .
           “Όχι φυσικά. Έχω μια ιδέα. Ακολούθησε με.”  Έκανα αμέσως μεταβολή , σε τράβηξα από το χέρι κι αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που είχαμε πάρει ως τώρα .
            “ Εμ , πάμε λίγο ανάποδα ή μου φαίνεται;”
            “ Εντελώς ανάποδα .”
            “ Μα --”
            “Σςςς , θα δεις . Κάνε λίγο ησυχία!”  Τα βήματα μας ήταν γρήγορα και σχεδόν αμέσως φτάσαμε στο δωμάτιο από όπου ξεκινήσαμε. Ξαφνικά η ελαφριά προειδοποιητική δόνηση μετατράπηκε σε ήπιο σεισμό , ίσα που κρατηθήκαμε για να μην πέσουμε . Οι πιο λεπτοί γυάλινοι τοίχοι άρχισαν να ραγίζουν ελαφρώς .
            “Διάνα” σκέφτηκα αμέσως. Σου εξήγησα πώς ο συλλογισμός σου με την τακτική της αόριστης επέκτασης του λαβυρίνθου και το παράδοξο του να βρίσκομαι ακόμη εδώ , μας έδινε τη λύση : Αν δεχτούμε ότι ο λαβύρινθος επεκτείνεται περιμετρικά τότε όσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο ψάχνοντας την έξοδο , τόσο αυξάνεται η εμβέλεια του και μέσα σε αυτόν δημιουργούνται νέα αδιέξοδα και μονοπάτια , κάτι που μπορεί να γίνεται για πάντα . Κι αυτό τι σημαίνει; Έχω την εντύπωση πως αν μπορούσαμε να δούμε τον λαβύρινθο απο ψηλά θα παρατηρούσαμε ότι σχηματικά θυμίζει κάτι σε κύκλο . Ακόμη κι αυτό όμως να μην συμβαίνει , σίγουρα υπάρχει κάτι σταθερό , σαν πυρήνας , σαν βάση από όπου διαχειρίζονται όλες οι επεκτάσεις και οι αλλαγές . Σαν να λέμε , η καρδιά του . Εκεί λοιπόν πρέπει να πάμε . 
            “ Αυτό είναι εντελώς τρελό!” είπες αμέσως μόλις άκουσες τον συλλογισμό μου , όμως έδειχνες να το καλοσκέφτεσαι σαν να έστεκε , παρόλο που με τράβηξες εναντιωματικά προς τα πίσω.  “ Σταμάτα” , είπες, “ ήδη άρχισαν σεισμοί. Δεν μου αρέσει αυτό.”
         “Είναι αλήθεια. Είμαι σχεδόν σίγουροι ότι όσο πλησιάζουμε θα ακολουθήσουν κι άλλα . Έχει καταλάβει τι πάμε να κάνουμε .”
          “ Είναι τελείως τρελό , στο ξαναλέω.”
          “ Είναι όμως το μόνο που έχουμε.” Σε κοίταξα βαθιά στα μάτια και πήρα την απάντηση που πήρα. Ήταν μαύρα . Κατάμαυρα και γυαλιστερά , πιο μαγικά από ότι τα είχα φανταστεί . Μου έδωσαν την άδεια και πήρα την πρωτοβουλία να σου δώσω ένα φιλί στο μέτωπο . Ήταν ο τρόπος μου να σου πω ότι είμαι έτοιμη να σε φροντίσω και νομίζω το κατάλαβες. Μου έδειξες ένα μονοπάτι πίσω από το δωμάτιο και συνεχίσαμε.
          Οι μικροσεισμοί γίνονταν βαθμιαία αλλά σταθερά πιο έντονοι , σημάδι πως πλησιάζαμε επικίνδυνα. Δεν μας ενοχλούσαν πολύ γιατί τρέχαμε ελαφρώς και τους συνηθίσαμε γρήγορα. Όταν φτάσαμε στην τελική ευθεία , μπροστά μας βρισκόταν ένας μακρύς διάδρομος με σκοτεινό τέρμα. Αυτό ήταν που ψάχναμε. Όμως κάποια στιγμή σταμάτησα απότομα , ένιωθα πως είχες σταματήσει , ή για να το θέσω πιο σωστά , είχες παραλύσει . Ακούμπησες την πλάτη σου στον τοίχο λαχανιασμένος και τοποθέτησες τα χέρια σου στα γόνατα . Κάρφωσες το βλέμμα σου στο πάτωμα.
             “Το ακούς αυτό;” ρώτησες .
              “ Όχι δεν ακούω τίποτα , τι--”
             “Άκου. Άκου. Σςς . Μουσική. Την ακούς αυτή τη μουσική;”
              Στάθηκα να ακούσω τι εννοούσες. Πράγματι μόλις συγκεντρώθηκα λίγο αντιλήφθηκα τον ήχο ενός πιάνου , έπαιζε μια συγκεκριμένη συνοδεία ξανά και ξανά . Ήταν πολύ απαλό όμως , πολύ διακριτικό, σχεδόν γλυκό  . Αλλά φαίνεται μόνο εγώ το άκουγα έτσι ,γιατί εσύ έπιανες το κεφάλι σου .
           “ Δεν μπορώ να το κάνω . Αυτή η μουσική. Δεν μπορώ να την ακούω , σε παρακαλώ. Το κεφάλι μου . Πρέπει να μείνω μακριά. Μακριά. ” Παραμιλούσες και δεν ήξερα τι να κάνω . Προσπάθησα να σε ενθαρρύνω να συνεχίσεις , πως δεν είναι τίποτα όμως δεν άκουγες λέξη από όσα έλεγα , μόνο έπιανες τα αυτιά σου και φώναζες γιατί η μουσική δυνάμωσε τόσο πολύ και πονούσες αφόρητα και δεν το άντεχες . Έπεσες κάτω.  Τότε άρχισα κάτι να καταλαβαίνω . Σου έβγαλα με το ζόρι τα χέρια από τα αυτιά και σου φώναξα.
           “ Άκουσε με. Πονάς , το ξέρω . Όμως υπάρχει λόγος που υποφέρεις . Δεν είναι τυχαία η μουσική , έχει μέσα της αναμνήσεις και σου θυμίζει κάποιον ή κάτι που σε πονάει πολύ . Όμως κάνεις λάθος , δεν είναι οι ίδιες οι αναμνήσεις που πονάνε , είναι η γνώση ότι δεν θα υπάρξουν άλλες σαν κι αυτές .” Είχες δακρύσει αλλά κάτι είχα καταφέρει . Με πρόσεχες .
            “ Σε παρακαλώ , κάντο να σταματήσει” μου έλεγες.
             “Άκουσε με , άκου τη μουσική .  Ξέρεις πιάνο , σωστά; Συγκεντρώσου στις νότες και νιώσε τις στην άκρη των δαχτύλων σου σαν να τις έγραψες εσύ . Ψάξε βαθιά και θυμίσου. Φέρε στο μυαλό σου την ανάμνηση που έχεις φυλακίσει μέσα στις νότες και ελευθέρωσε την.” Δίσταζες ακόμη αλλά κατάφερα να σε πείσω να προσπαθήσεις . Κι έτσι έκανες.  Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα . Έκλεισες τα μάτια σου , χαλάρωσες λίγο τα χέρια και τα δάχτυλα σου και τα τοποθέτησες σαν να υπήρχε μπροστά σου ένα πιάνο . Έμεινες για λίγο ακίνητος με τα μάτια σου φανερά σφιχτά και τα νέυρα σου τεντωμένα. Κι ύστερα απλά άρχισες να παίζεις . Ομολογώ δεν είχα ξαναδει ποτέ κανέναν με τόσο γρήγορα δάχτυλα . Ο ρυθμός ήταν γρήγορος χαοτικός , κι όμως έμοιαζες να το ξέρεις απέξω . Όσο έπαιζες τόσο χαλάρωνες , σαν να επέστρεφες σε ένα μέρος που είχες καιρό να πας και αγαπούσες πολύ . Ύστερα είδα τα βλέφαρα σου να χαλαρώνουν , τα δάχτυλα σου να κινούνται όλο και πιο αργά και η μουσική άλλαξε σε αργό ρυθμό κι ύστερα απλά σταμάτησε . Όταν ένιωσες έτοιμος άνοιξες τα μάτια σου . Έβαλες τα χέρια σου μέσα στα δικά μου και δε χρειαζόταν να κάνεις τίποτε άλλο πέρα από το να με κοιτάξεις .
           “Πάμε;” με ρωτούσαν .
              Και μέσα σε αυτά τα μάτια , είδα τόσο φως!

Δείτε τα υπόλοιπα μέρη εδώ :
Α΄μέρος http://retro-hats.blogspot.gr/search?updated-min=2012-01-01T00:00:00-08:00&updated-max=2013-01-01T00:00:00-08:00&max-results=34
Β'μέρος http://retro-hats.blogspot.gr/2013/01/blog-post.html
Γ' μέρος http://retro-hats.blogspot.gr/2013/04/blog-post.html
Δ' μέρος  http://retro-hats.blogspot.gr/2013/05/blog-post.html

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Γυάλινοι Παίκτες- μέρος Δ'


         

                                                         IV



            “Συγχώρεσε τους τρόπους μου , είναι η πρώτη φορά που με ακούς να σου μιλώ και τώρα που το σκέφτομαι είναι και η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό που ακούω τα ίδια μου τα λόγια . Ξέρεις όταν περάσεις μεγάλο διάστημα ακούγοντας μονάχα τις σκέψεις σου , αρχίζεις να ξεχνάς τη φωνή σου , νομίζεις κι εξαφανίζεται , πως αν ανοίξεις το στόμα σου δε θα καταφέρει να βγει ούτε καν άναρθρη κραυγή , σαν να μην τη χρειάζεσαι. Συνήθισα τόσο πολύ να σκέφτομαι , που ξέχασα να μιλάω .
            Όταν σε βρήκα δεν είχες τις αισθήσεις σου. Ήσουν ξαπλωμένη πάνω στο παγωμένο γυαλί κι ενώ θα ορκιζόμουν ότι από κάπου πρέπει να έπεσες , δεν είδα καμιά ρωγμή στο ταβάνι , μόνο μικρά κομμάτια γυαλιού στο πάτωμα ενώ εσύ ήσουν βαλμένη σε μια κομψή θέση με το πρόσωπο σου καθαρό να κοιμάται γαλήνια , τα χέρια βαλμένα προσεκτικά μπροστά στο στήθος και με τους αστραγάλους σχεδόν τον έναν πάνω στον άλλον , σαν να περίμενες να στεγνώσεις. Τα’χασα. Άγγιξα το χέρι σου για να δω αν είσαι αληθινή και η ζεστασιά του με τρόμαξε. Νόμιζα πως ήταν ένας από τους γνωστούς μου εφιάλτες .  Πήρα ένα κομμάτι γυαλί και μάτωσα το δάχτυλο μου. Είχα διαβάσει σε ένα βιβλίο μια φορά πως πραγματικός κόσμος είναι εκεί που όταν τρυπήσεις το δάχτυλο σου θα βγει κόκκινο αίμα.
            Μόλις σε σήκωσα στα χέρια μου το δωμάτιο που βρισκόμασταν άρχισε να σείεται και το ταβάνι έτρεμε έτοιμο να καταρρεύσει . Σε έφερα γρήγορα εδώ και σε άφησα να κοιμηθείς όσο ήθελες . Γύρισα πίσω αλλά το δωμάτιο που δε βρήκα δεν υπήρχε πια , είχε εξαφανιστεί και στη θέση του είχε έναν ακόμα γυάλινο τοίχο. Έμεινα μαζί σου ώρες , μπορεί και μέρες μέχρι να ξυπνήσεις. Ο χρόνος όμως είναι περίεργος εδώ , ούτε κι εγώ τον έχω καταλάβει πλήρως. Μπορεί να είναι κυκλικός , αντίστροφος , μπορεί να μην υπάρχει καν , αλλά σίγουρα δεν είναι ευθύγραμμος.
            Κάθε λεπτό που περνούσα δίπλα σου δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ . Ήθελα να σε αγγίξω ξανά αλλά έπειθα τον εαυτό μου να μην το κάνει με τη δικαιολογία ότι μπορεί  κι αυτό το δωμάτιο να καταρρεύσει. Έτσι μαζεύτηκα στη γωνιά μου , μάζεψα τα γόνατα στο στήθος και τα τύλιξα με τα χέρια μου για να προστατευτώ από την έλξη της παρουσίας σου. Δεν είχα ιδέα πώς βρέθηκες εδώ , ήξερα όμως δυο πράγματα στα σίγουρα: πρώτον, πως δεν ανήκεις εδώ και δεύτερον πως με τον ερχομό σου άλλαξες κάτι στη βαρύτητα , στην ατμόσφαιρα και την ισορροπία. Μέχρι να ανοίξεις τα μάτια σου , είχαν παρελάσει όλες οι στιγμές μας μέσα στο κεφάλι μου κι όταν επιτέλους ξύπνησες , είχες ένα χαμόγελο στο πρόσωπο σου και μια έκφραση οικειότητας , σαν να ήταν όλα τόσο φυσιολογικά , ο τόπος , ο χρόνος , ο τρόπος. Σαν να γνωριζόμασταν από παλιά και να είχαμε να μιλήσουμε από το προηγούμενο βράδυ…’’
            “Μα γνωριζόμαστε από παλιά.” μου είπες με την ήρεμη και βαθιά φωνή σου καθώς με κοίταζες στα μάτια . Απέφευγε να σε κοιτάξω , μη μπορώντας να ελέγξω το τρέμουλο στη φωνή μου , τώρα όμως δεν μπορούσα να το αποφύγω. Έτσι όπως ήμασταν ξαπλωμένοι αντικριστά, πήρες το χέρι μου και το ακούμπησες πάνω στο λαιμό σου . Τα δάχτυλα μου καθοδηγήθηκαν επάνω στο δέρμα σου σαν να ακολουθούσαν κάποιο χάρτη, θυμάμαι, και έφτασαν στο στέρνο σου , όπου έπιασαν και φανέρωσαν ένα παράξενο κόσμημα: μια μακριά ,ασημένια, λεπτή αλυσίδα  με ένα κομμάτι αδιάφανο λευκό γυαλί περασμένο στο κέντρο.
            “ Το βράδυ που έσπασες κατάλαβα πως δύσκολα θα ξαναζωγράφιζα την πόρτα στον τοίχο. Μαζί με σένα σαν να έπεσε όλος ο πύργος από τραπουλόχαρτα που είχα χτίσει στο δωμάτιο . Δεν είχε νόημα χωρίς εσένα . Κάτι είχε συμβεί , κάτι που με άφησε έπειτα απ’έξω. Αυτό το κομμάτι από σένα είναι το μοναδικό που δεν εξαφανίστηκε . Έμεινε εκεί στο πάτωμα και με περίμενε να το αρπάξω , να το φυλάξω και να το κάνω προέκταση του εαυτού μου , μια μνεία μέχρι να σε ξαναβρώ. Για να το θέσω πιο απλά , το γυαλί ήταν η απόδειξη πως θα σε συναντήσω.’’
            Nομίζω πως ξέρω τι συνέβη.” είπα απομακρύνοντας αργά το χέρι μου . Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και μαζεύτηκα σαν κάτι να με πονούσε. Ύστερα σηκώθηκα ελαφρά και σου έκανα σήμα να με ακολουθήσεις . Ήθελα να σε πάω στο σημείο που είχες ξυπνήσει και με είχες αντικρύσει , έμοιαζε με κρεβάτι χωρίς στρώμα. Μετακίνησα λίγο πιο δεξιά το μαξιλάρι και σου αποκάλυψα έναν ορθογώνιο , βίαια κατεστραμμένο καθρέφτη. Σάστισες . Γύρισες να με κοιτάξεις και με είδες να κρύβω το πρόσωπο μου με ένα πληγωμένο χέρι τυλιγμένο ένα άσπρο πανί . Δεν ήθελα να με δεις να δακρύζω. Άρπαξες το χέρι μου και εστίασες το τρυφερό σου βλέμμα στο σημείο που το ύφασμα είχε γίνει κατακόκκινο. Ήθελες τόσο πολύ να με χτυπήσει εκείνη τη στιγμή , είμαι σίγουρος,  να με χαστουκίσεις ή να τον κλοτσήσεις, μόνο κ μόνο για να μου δείξει πόσο σε πόνεσε αυτό που έκανα . Το έβλεπα όλο ζωγραφισμένο στο βλέμμα σου , το ζούσα. Αντί γι’αυτό όμως εσύ όρμησες στην αγκαλιά μου και τύλιξες τα χέρια σου γύρω μου σφιχτά. Τώρα που δεν έβλεπα το πρόσωπο σου , δάκρυζε μη μπορώντας να βγάλω λέξη.
“ Αυτό που κάνεις πονάει περισσότερο , ξέρεις από ότι ένα χαστούκι” σου είπα διαβάζοντας τη σκέψη σου .
“Πόσες φορές;” ρώτησες χωρίς να με αφήνεις.
Πολλές.”
            “ Γιατί;
            “ Για να σταματήσουν όλα και να μείνω μόνος . Για να εξαφανιστείς.” Με άφησες , ατάραχη πλέον, και ρώτησες:
 “Και μετά;” Δίσταζα να απαντήσω . Χαμήλωσα το βλέμμα κι ύστερα αποκρίθηκα με ξένο ,ακόμη και για μένα, σοβαρό κι αγνώριστο ύφος:
“ Το ίδιο .” Εσύ μου χαμογέλασες πλατιά .
Ψεύτη.
Δεν είπα τίποτα κι έτσι συνέχισες : “ Είναι πολύ αργά πια για ψέματα , μικρέ μου.”
Έσφιξα τις γροθιές μου και τέντωσε όλο του το σώμα , σαν να αισθανόμουν πως απέτυχα σε κάτι ακόμα ,καθώς επαναλάμβανες την ερώτηση .
“ Και μετά;” 
Ξόδεψα όλο μου το κουράγιο στα επόμενα λόγια μου. “Μετά δεν άντεχα να μένω μόνος. Ήθελα οπωσδήποτε να σε συναντήσω.’’
Πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά της και χωρίς να παίρνει τα μάτια της από πάνω του πήρε το τραυματισμένο του χέρι και φίλησε την πληγή .
“Πρέπει να φύγουμε από εδώ.” μου είπες . Ακουγόσουν αποφασισμένη .
“ Δεν υπάρχει τρόπος.”  Εσύ αγνόησες την απάντηση μου , σαν σχόλιο που δε χρειαζόταν να του δώσει κανείς σημασία . Με πήρες από το χέρι σαν μικρό παιδί και απομακρυνόμασταν χαλαρά χωρίς να βιαζόμαστε. Εκείνη τη στιγμή δε με ένοιαζε πού πηγαίναμε. Ήξερα τώρα πως μπορούσαμε να φύγουμε. Μαζί.

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Γυάλινοι Παίκτες (μέρος γ)

III



            “ Αργεί φέτος η άνοιξη. Δεν φημίζεται βέβαια το μέρος που περνώ τη ζωή μου για την καλοκαιρινή του διάθεση αλλά ειδικά φέτος σαν να βαριέται το ρολόι των εποχών να κυλήσει. Έχουν βγει όλα τα άλλα στα μπροστά και σπρώχνουν το χρόνο, τις μέρες , τους μήνες , τις ώρες , κι αυτό των εποχών λες κι είναι ράθυμο και νωθρό , κουρασμένο λέει πως μούδιασε από την ακινησία και δε μπορεί να σηκωθεί . Δεν πειράζει όμως , ακόμα κι αυτό συνηθίζεται .
          Κάπου κάπου όμως , έρχονται βράδια σαν και σήμερα. Σήμερα που τελειώνει ο Απρίλης και πρώτη φορά έβγαλα το αγαπημένο μου πουλόβερ, και ξέρεις , μου είναι δύσκολο να το αποχωριστώ γενικά. Αλλά ειδικά απόψε σαν να καλοκαίριασε απότομα μια νύχτα ανάμεσα σε παγωμένες άλλες , όπως όταν ένας τόσος δα μικροσκοπικός βλαστός φυτρώνει και φαίνεται μέσα από χιόνι και κορδώνεται με πείσμα να σηκωθεί και να ξυπνήσει κι άλλους. Βγήκε μάλιστα και το φεγγάρι ολόκληρο απόψε , τόσο μεγάλη γιορτή.
          Δεν με χώραγαν οι τοίχοι , ούτε το λαγούμι μου. Άρπαξα μια ζακέτα που γρήγορα την έβγαλα και κρατώντας την στο χέρι πήγαινα . Απλά και μόνο πήγαινα. Προτού το καταλάβω είχα περπατήσει για καμιά ώρα και στις ελάχιστες στάσεις που έκανα για να χαζέψω τις επιδράσεις της νύχτας στους διπλανούς μου καταλάβαινα ότι ίδρωνα. Το σώμα μου πήγαινε μόνο του και οι περιπετειώδεις μου πατούσες με έφεραν κοντά σε νερό. Πόσο καιρό είχα να περπατήσω εδώ ! Αποφάσισα να κάνω όλο το γύρο , να αφήσω την αύρα του νερού να με χρωματίσει και τα φώτα της πόλης και των μικρών χωριών απέναντι να προσπαθήσουν να γαλουχήσουν τη μοναξιά μου. Καθώς περπατούσα είδα κι άλλους , ζευγάρια περισσότερο. Οι μόνοι ήταν ελάχιστοι , κι αυτοί άνδρες ώριμοι με τα σκυλιά τους .Ένας σκύλος μάλιστα , ένα μαύρο πανέμορφο λαμπραντόρ φαίνεται ξέφυγε του ιδιοκτήτη του και με ακολουθούσε για ώρα. Προλάβαμε να κάνουμε παρέα τουλάχιστον τον μισό γύρο. Ύστερα από λίγη ώρα προπορεύτηκε και μου γάβγιζε ελαφρά , σαν να ήθελε να μου δείξει κάτι . Αφού πηγαίναμε από τον ίδιο δρόμο δεν είχα αντίρρηση . Ήταν αμοιβαία συμφωνία , εκείνος μου χάριζε συντροφιά κι εγώ τον άφηνα να με οδηγεί, κι αφού δεν μιλούσε μπορούσα να χαθώ άνετα στις σκέψεις μου...
            Ζευγάρια που λες , άλλα περπατούσαν κρατώντας ο ένας τον άλλον από το χέρι – λίγοι όμως τα χανε πλεκτά κι δυνατά , αν και δεν έχει σημασία, άλλοι έτρωγαν το πρώτο παγωτό της χρονιάς , κι άλλοι κάθονταν στα παγκάκια , τους τσιμεντένιους πάγκους και την αποβάθρα . Άλλα ξέρεις αυτούς που είναι αγκαλιασμένοι δεν τους προσέχω ιδιαίτερα , δε μου λένε κάτι καινούριο. Δε λέω , μετράει , όμως δεν μετράει τελικά. Εγώ πρόσεχα εκείνα τα ζευγάρια που κάθονταν αντικριστά ο ένας από τον άλλον , με τη γλώσσα του σώματος τους να μοιάζει με εκείνα τα άστρα-εραστές που ποθούν ο ένας τον άλλον αλλά δεν αγγίζονται κι έτσι ανατροφοδοτείται όλο τους το είναι , με τις κοπέλες να χαμογελάνε όσο πιο γοητευτικά μπορούν και τους άνδρες να τις κοιτάνε . Δεν χρειάζεται να πουν τίποτα , έχουν διάπλατα διαθέσιμο το θώρακα , γέρνουν ελαφρώς και τα καταλαβαίνεις όλα μόνο με το να κοιτάνε. Ή μάλλον εδώ να κάνω μια διόρθωση : ο τρίτος τα καταλαβαίνει όλα αν θέλει να δει , γιατί ο ερωτευμένος κοιτάει τον εαυτό του . Όσο αυταπόδεικτα κι αν είναι τα αισθήματα , η αμφιβολία του ερωτευμένου είναι μικρόβιο ανθεκτικό στην αντιβίωση. Είναι και οι δύο καταδικασμένοι να περιφέρονται στη δίνη του “η αγάπη είναι ελέφαντας” μέχρι να σταματήσουν οι στροφές , να λήξει το εισιτήριο και να τους πετάξουν έξω , τον έναν δεξιά και τον άλλον αριστερά.
             Κι όμως περπατώντας δίπλα τους , μόνη και χωρίς παγωτό , άρχισε να σβουρίζει στο μυαλό μου η σκέψη : Μήπως τελικά για αυτό δεν περιμένουμε την άνοιξη ; Για να καθίσουμε μια καλοκαιρινή νύχτα δίπλα στη λίμνη με έναν άνθρωπο και να κοιτιόμαστε αντικριστά , ενώ τα φώτα και το αεράκι θα αλλάζουν το χρώμα των ματιών μας; Ύστερα από αυτή τη σκέψη βρέθηκα εδώ .”
        “ Δεν γίνεται . Υπάρχει κι άλλο. Δεν μπορεί έτσι απλά να εξαφανίστηκες από το σημείο που βρισκόσουν και να βρέθηκες εδώ. Δεν στέκει.” μου είπες προβληματισμένος ενώ καθόμασταν ο ένας απέναντι από τον άλλον.
         “ Σίγουρα.” Σιώπησα για λίγο κι ύστερα πρόσθεσα “Το ξέρεις ότι από τότε που ράγισε το άγαλμα σου δεν έχω καταφέρει να ανοίξω πάλι την πόρτα;”
Από την έκπληκτη έκφραση σου κατάλαβα ότι δεν είχες ιδέα αλλά και πως υπήρχε κάτι άλλο που σε  απασχολούσε πιο πολύ .
          “ Θέλω να καταλάβω.”, είπες απλά.
       “Φοβάμαι πως αν σου δώσω και το άλλο κομμάτι του παζλ δεν θα με πιστέψεις, θα τρελαθείς σαν κι εμένα. Είναι τρελό. Πασιφανές , αλλά τρελό.” , είπε και πλησίασε πιο κοντά χωρίς δισταγμό , δίχως να σταματήσει να τον κοιτάει στα μάτια. Έκανε μια απόπειρα να αγγίξει το χέρι του, ωστόσο εκείνος τραβήχτηκε λίγο.
          “ Κοίταξε γύρω σου .”
         Έκανα ό,τι μου είπες. Έριξα μια ματιά τριγύρω , ψηλάφισα ότι μπόρεσα με τις άκρες των δαχτύλων μου , εξέτασα κάθε κυβικό εκατοστό με τη δύναμη των ματιών μου, αλλά το παγωμένο διάφανο γυαλί δεν είχε αλλάξει στο εκατοστό. Βρισκόμασταν σε ένα γυάλινο λαβύρινθο. Είχες δίκιο . Τι πιο τρελό από αυτό;
Τότε ξάπλωσες στο πλάι και μου κι έκανες νόημα να σε ακολουθήσω. Όταν σιγουρεύτηκες πως τα πρόσωπα μας απείχαν μια ανάσα το ένα από το άλλο , μου είπες :
          “Δοκίμασε με.”






Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

Για τον καλό μυθιστοριογράφο



           "Θα το πάρω." είπε και έδωσε τα χέρια με τον μεσίτη. Όταν ο τελευταίος έφυγε στάθηκε στη μέση του άδειου εκείνου χώρου που μέσα σε λίγα λεπτά είχε γίνει δικό του. Δεν ήταν πολλά , ένα μικρό με το ζόρι το έλεγες διαμερισματάκι στον πέμπτο όροφο μιας παλιάς πολυώροφης πολυκατοικίας σε μια ακόμη πιο παλιά και κακόφημη γειτονιά. Αλλά δεν τον πείραζε, πρώτη φορά είχε κάτι δικό του, ολόδικο του. Ο αέρας της ανανέωσης τον έκανε να προσμονά την έμπνευση που θα ερχόταν όπου να 'ναι μαζί με τα καινούρια του κλειδιά.  
           Μέσα σε λίγες μόνο ώρες της επόμενης μέρας , το μετέτρεψε στο χώρο που θα περίμενε κανείς να ζει ένας συγγραφέας. Όχι πολλά πράγματα , ένα κρεβάτι , ένα γραφείο , ένα κομοδίνο να ακουμπάει το τασάκι με τα τσιγάρα του ίσως , και τα προσωπικά του αντικείμενα σκορπισμένα στο πάτωμα. Μόνο το γραφείο ήταν που πρόσεξε ιδιαίτερα , το έβαλε ακριβώς μπροστά στο μοναδικό παράθυρο του σπιτιού και μόνο αυτό ήταν που οργάνωσε , τοποθέτησε προσεκτικά τα χαρτιά , τις πένες , τα μολύβια του ακόμα και τσαλακωμένα τάχα δουλεμένα χαρτιά. Πράγματι όπως αποδείχτηκε , σε κανένα άλλο μέρος του σπιτιού δε μπορούσε να γράψει. Είχε τόση όρεξη και μανία που παθιαζόταν ακόμα και με τις ίδιες του τις μουτζούρες , αλλά δε μπορούσε να αποτυπώσει καμιά δημιουργική σκέψη ούτε πάνω στο κρεβάτι , ούτε στην κουζίνα ούτε στο πάτωμα , παρά μόνο μπροστά σε εκείνο το παράθυρο και μόνο όταν ήταν ανοιχτό. Κι αυτό ,γιατί το μπαλκονάκι του ήταν εσωτερικό , δεν είχε καμιά αξιοπρεπή θέα , ήταν όμως σταυροδρόμι αρμονικών φιλήσυχων ήχων και ευωδιών που έρχονταν από παντού και συναντιόντουσαν όλες εκεί έτοιμες να του ψιθυρίσουν καινούριες ιστορίες για να γράψει.
             Κι έτσι πέρασε μέρες πολλές , γράφοντας , γράφοντας, γράφοντας με μανία και ενθουσιασμό , με ένα πάθος και ευγνωμοσύνη για την αμέριστη ευχέρεια που είχε αποκτήσει η σκέψη και το χέρι του. Πόσο τον ενέπνεε αυτή η ατμόσφαιρα , όλα σαν να συνεργάζονταν γύρω του κι αυτός ένιωθε λες και έγραφε το έργο της ζωής του , εκείνο που έρχεται σε κάθε μεγάλο μυθιστοριογράφο και την αλλάζει για πάντα! Κι έγραφε, έγραφε.... Ώσπου κάποια στιγμή , κάτι σαν να άλλαξε στο σκηνικό .  Σταμάτησε , άφησε κάτω το στυλό , κι αφουγκράστηκε για λίγο. Κλαπ, κλαπ, κλαπ. Μα τι ήταν αυτός ο ενοχλητικός ήχος; κάτι έσταζε. Έριξε μια ματιά στο σπίτι , τίποτα. Βγαίνει στη βεράντα και βλέπει ακριβώς από πάνω τον ηλικιωμένο του διαμερίσματος του έκτου να ποτίζει τα λουλούδια του .
             Βγήκε, λοιπόν , από το διαμέρισμα και ανέβηκε στον επάνω όροφο. Χτύπησε το κουδούνι και του άνοιξε πράγματι ένας ηλικιωμένος άνδρας που δεν άκουγε και πολύ καλά. Με τα πολλά ο άνδρας κατάφερε να του παραπονεθεί για τη χαλασμένη σκαλωσιά έξω στο μπαλκόνι , που έκανε το αδιάκοπο πότισμα του ηιλιωμένου να διακόπει τον οίστρο του. Ο γέρος φάνηκε να ακούει συγκαταβατικά , του εξήγησε όμως ότι το πότισμα των φυτών στο μπαλκόνι είναι κάτι που συνήθιζε να κάνει η γυναίκα του , και τώρα που έχει φύγει από τη ζωή είναι ο μόνος τρόπος να νιώθει ακόμα συνδεδεμένος μαζί της. Κοντά της. Εκείνος δεν είχε πλέον επιχειρήματα, τον αποχαιρέτησε λοιπόν και επέστρεψε αποθαρρημένος στο διαμερισματάκι κ το γραφείο του. Δεν είχε άλλη επιλογή , έπρεπε να συνεχίσει ακόμα και από αυτές τις συνθήκες , όφειλε να μην αποσπαστεί , να μείνει αφοσιωμένος για χάρη του έργου του, του καλύτερου έργου της ζωής του!
             Τα κατάφερε , πλατς πλατς, συνέχιζε να γράφει, να βρίζει , να σταματάει , να στενοχωριέται, να ξαναρχίζει, μα γρήγορα προσαρμόστηκε και ξαναβρήκε το ρυθμό του . Ήταν τόσο ενθουσιασμένος , δε σκεφτόταν τίποτε άλλο , παρά μόνο πως δημιουργούσε κάτι πολύ σπουδαίο! Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα είχε φτάσει κιόλας στο τελευταίο κεφάλαιο, στην τελευταία πράξη των ηρώων του . Πόσο εκστασιασμένος ήταν , τελείωνε το πιο καλό του μυθιστόρημα , σε πολύ λίγο θα...! Ωσπου ξαφνικά, σταμάτησε. Έτσι απλά, σταμάτησε. Το μυαλό του κόλλησε , σάστισε και άφησε κάτω το χαρτί και το μελάνι. Δεν είναι δυνατόν , είπε φωναχτά. Κάτι συνέβη , στάθηκε να καταλάβει. Όλα ήταν στη θέση τους όμως οι σταγόνες είχαν σταματήσει να τρέχουν . Δε μπορεί , όχι τώρα! Κι όμως εκείνη την ώρα ήταν όλα τόσο ήσυχα , που μπορούσε να ακούσει μόνο τον ήχο που έκανε το ασθενοφόρο έξω από την είσοδο του κτιρίου.
           Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε κάτω. Είδε δύο ανθρώπους να βάζουν τον ηλικιωμένο μέσα στο ασθενοφόρο πάνω σε ένα φορείο. Δεν φαινόταν καλά , σαν να κρυφάκουσε από κάποιον παραπέρα πως ήταν ήδη πολύ αργά. Τον έπιασε πανικός. Επέστρεψε στο γραφείο του. Τον έλουζε κρύος ιδρώτας , δε μπορούσε να καθίσει. Ούτε να σταθεί μπορούσε , ζαλιζόταν. Ξάπλωσε στο κρεβάτι μα έγινε χειρότερα. Στάθηκε δίπλα στο παράθυρο σε μια ύστατη προσπάθεια να ακούσει ή έστω να σχηματίσει την ψευδαίσθηση του ήχου του νερού που έσταζε πάνω στη χαλασμένη σκαλωσιά που τόσο τον ενοχλούσε και κατάφερε τελικά να εναρμονιστεί και να ταυτιστεί τελικά με τη βενζίνη που τον έκανε να γράψει. Τίποτε, ήταν μάταιο . Δεν άκουγε τίποτα. Κοίταξε το ασθενοφόρο κάτω στο δρόμο από ψηλά , κι ύστερα  το γραφείο του , τα σκορπισμένα χαρτιά , τα μελάνια , τα δάχτυλα του που είχαν γίνει μπλε από το μελάνι , το μισοσβησμένο του τσιγάρο, τα λιωμένα ρούχα του και την τελευταία σελίδα του καλύτερου του έργου. Την πήρε στα χέρια του , γέλασε νευρικά, την τσαλάκωσε και την έβαλε στο στόμα του . Ύστερα πήδηξε τα κάγκελα τρέχοντας και έπεσε στο κενό.

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Game Over


           Από μυθολογία πώς τα πας; Από Ησίοδο;
 Θεογονία; Ναι ούτε και γω τα πάω καλά με τον τελευταίο . Αλλά θέλω να σου πω μια ιστορία. Έναν μύθο για τον Θάνατο. 
          Ξέρεις δεν ήταν πάντα ο τύπος με τη μαύρη κουκούλα και το δρεπάνι στο χέρι. Όχι, ούτε καν πλησίαζε τον reaper. Ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας, και ο αδερφός του Ύπνου , κι ενώ εκείνος μπορούσε να ταξιδεύει τη νύχτα και ξεκούραζε τους ανθρώπους , ο Θάνατος δεν πήγαινε πουθενά. Δεν είχε βωμό γιατί δεν ήθελε θυσίες , κανείς δεν τον λάτρευε έτσι κι αλλιώς , πέρα από τους αρρώστους που τον έβλεπαν σαν λυτρωτή. Κι έτσι ο Θάνατος λέγεται ότι ήταν ένας μαυροφορεμένος νέος , ψηλός και όμορφος , με ξανθά μαλλιά και αλαβάστρινο δέρμα.  
             Μια μέρα ο Θάνατος αντίκρυσε μια νέα . Δεν είχε τίποτε το ξεχωριστό μάλλον , τίποτε που δεν είχε ξαναδεί τουλάχιστον , όμως για κάποιο λόγο του έκανε μεγάλη εντύπωση . Ο Θάνατος την ερωτεύτηκε . Βρέθηκε σε μια κατάσταση που δεν μπορούσε πλήρως να αντιληφθεί , ήταν μπερδεμένος , φοβόταν για το τι έπρεπε και τι ήθελε να κάνει απέναντι της . Πώς θα μπορούσε να προσεγγίσει μια νέα ο ίδιος ο Θάνατος; Έτσι δεν της είπε τίποτα , στράφηκε στον πατέρα του . Ο Έρεβος τον παρέπεμψε στον πατέρα όλων, το Χάος. Ο Θάνατος του τα είπε όλα και τότε το Χάος του είπε , ότι αν καταλάβαινε το Χάος , θα καταλάβαινε και όλα τα υπόλοιπα, και δε θα φοβόταν πια , και θα είχε την κοπέλα. 
    Και τι νομίζεις πως έκανε ο Θάνατος;  Τα παράτησε όλα και προσπάθησε να καταλάβει το Χάος. Μα στην προσπάθεια του , το Χάος τον απορρόφησε κι εκείνος δεν το κατάλαβε. Πέρασε καιρός , πέρασαν χρόνια και η κοπέλα πέθανε .  Ο Θάνατος έμεινε αιώνια αφοσιωμένος να προσπαθεί να καταλάβει το Χάος που την ξέχασε και τώρα μπορούσε μόνο να τη βλέπει στη λίμνη των νεκρών στον Κάτω Κόσμο.  Κι ούτε που αισθάνθηκε το χρόνο να περνά , γιατί είχε ξεχάσει να φοβάται , γιατί το μόνο που σκεφτόταν ήταν πώς να ξεδιαλύνει το Χάος. Και τότε όλα θα έφτιαχναν , πίστευε. 
Μα ποιος μπόρεσε ποτέ να καταλάβει το Χάος μόνος του;
           Ήθελα μόνο να σου πω, αυτή την τελευταία ιστορία . Δέξου την ως σφραγίδα. Αν βρισκόμασταν σε ένα παιχνίδι για δύο , δεν ξέρω τι κερδίζεις αλλά σίγουρα εγώ μόνο χάνω. Σφραγίζω λοιπόν την αποχώρηση μου από το παιχνίδι. Μπορείς να συνεχίσεις να προσπαθείς να ξεδιαλύνεις το Χάος. Game Over.

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Γυάλινοι Παίκτες (μέρος β')

         
                                                                             II


             Δεν μου αρέσουν οι γιορτές . Μου μιλούσες συχνά για αυτές , παλιά πολύ περισσότερο . Παρ'ότι όμως δε σου το είπα , ίσως το κατάλαβες μόνη σου και σταμάτησες. Ίσως πάλι να κατάλαβες κι εσύ γιατί δεν μου αρέσουν οι γιορτές. Ερχόσουν όμως , ακόμα έρχεσαι δεν ξέρω γιατί . Μέσα σε όλη αυτή τη βαβούρα γύρω, στα σώματα μας μόνο βρίσκουμε την ησυχία κι εσύ αυτό το είχες καταλάβει πιο νωρίς από μένα. Εγώ δεν ξέρω πως να τη μοιραστώ , αυτή είναι η αδυναμία μου. 
            Πάλι δεν με ακούς , έτσι;  Ε, λοιπόν η φωνή σου διαχέεται στο δωμάτιο πεντακάθαρα. Ώρες ώρες με χτυπάει η ηχώ στην πλάτη. Μπορώ να ακούσω το τρέμουλο και την αλλαγή στη χροιά σου όταν έχεις κατέβει γρήγορα τις σκάλες , γιατί πολλά βράδια βιάζεσαι να έρθεις ή να φύγεις. Είναι πολύ πιθανόν να μην έχεις καταλάβει ακόμα ότι υπάρχω και δεν σε αδικώ , γιατί από την αρχή επεδίωξα να μην το μάθεις και να φύγεις , να μην ξανάρθεις. Μόνος μου κλείστηκα σε αυτό το λαβύρινθο και μόνος μου ήθελα να μείνω. Είμαι τόσο καιρό εδώ μέσα που έχω ξεχάσει πώς μπήκα . Ανόητο , θα ‘λεγες ίσως . Αντίθετα , το υποσυνείδητο μου είναι έξυπνο και διάλεξε τον καλύτερο τρόπο για να ικανοποιήσει την επιθυμία μου- την αμνησία. Θυμάμαι ψάχτηκα λίγο στην αρχή και μπερδεύτηκα, γιατί ο λαβύρινθος ήταν μεγάλος και περίπλοκος και οι τοίχοι τριγύρω ήταν γυάλινοι και κοφτεροί. Περιπλανήθηκα αρκετά κι ύστερα βρήκα στο κέντρο ένα δωμάτιο , πολύ απλό , ίσα να απομονωθώ και να κοιμηθώ . Κι αυτό έκανα , κοιμόμουν βαθιά για μέρες πολλές , χωρίς να βλέπω όνειρα , χωρίς να σκέφτομαι τίποτα και χωρίς να πονάω πουθενά. 
            Πέρασε καιρός χωρίς να αλλάξω θέση , ώσπου κάποια στιγμή μέσα στον ύπνο μου άκουγα χτυπήματα , συριγμούς , περίεργους ήχους που δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω και με τάραζαν. Παρ'όλα αυτά αρνιόμουν πεισματικά να ξυπνήσω , έλεγα πως είναι η φαντασία μου , πως θα περάσει , πως δεν είμαι τρελός αλλά αν αυτό κάνει πιο εύκολα τα πράγματα ας γίνω. Αλλά δε σταμάτησε τίποτα από όλα αυτά ,και κάθε φορά είχα την εντύπωση πως όλο αυτό γινόταν σε μεγαλύτερη ένταση και συχνότητα που ενοχλούσε τα αυτιά μου. Όλα μου φαίνονταν μες το σκοτάδι να γυρνάνε κι εγώ ίδρωνα σαν το σκυλί
           Τη φορά που έγινε ανυπόφορο τινάχτηκα από το κρεβάτι. Τα σεντόνια ήταν από καιρό κουβάρι στο πάτωμα. Σηκώθηκα αμέσως κι άρχισα να παίρνω σβάρνα τους τοίχους , άγγιζα μήπως εντόπιζα ρωγμές ή οτιδήποτε μπορούσε να εξηγήσει την εμπειρία μου. Ξόδεψα όλη μου την ενέργεια γυρίζοντας δυο και τρεις φορές στο γυάλινο λαβύρινθο και αποκαμωμένος έπεσα πάλι με τα μούτρα στο πάτωμα. Κι έτσι όπως ήμουν με το κεφάλι στο πλάι έτοιμος να δακρύσω άκουσα ένα γέλιο γυναικείο . Έσπρωξα το λεπτό στρώμα παραπέρα και είδα ότι ακριβώς κάτω από το σημείο όπου είχα το μαξιλάρι μου δεν είχε γυαλί αλλά ένα μεγάλο κομμάτι από καθρέφτη. Σε είδα πρώτη φορά , στην απέναντι πλευρά . Θύμωσα τόσο πολύ μαζί σου , που τόλμησες έστω άθελα σου να ταράξεις το μικρόκοσμο μου. Σου φώναξα , σε έβρισα αλλά τίποτα. Εσύ μιλούσες κοιτώντας με , έσκαγες κανένα χαμόγελο πού και πού αλλά δεν με άκουγες όπως εγώ. Δοκίμασα να σπάσω τον καθρέφτη με τη γροθιά μου και τελικά πλήγωσα το χέρι μου . Το δωμάτιο γέμισε με αίματα αλλά δεν με ένοιαξε . Πήρα το μάθημα μου , αφού δεν μπορούσα να σε αγνοήσω η μόνη λύση ήταν να σε ακούσω.
              Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλάβαινα πάντα για ποιο πράγμα μιλούσες αλλά μετά από λίγο άρχιζα να συμπαθώ τη φωνή σου κι αυτό γιατί τώρα που έδινα προσοχή μπορούσε να με νανουρίσει και να με ξυπνήσει ταυτόχρονα. Μη ρωτάς πώς. Ούτε για αυτό έχω ιδέα.  Αλλά δεν ήσουν κάθε φορά η ίδια , ή τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν , κι όταν από μέσα μου αναρωτιόμουνα γιατί , σαν να καταλάβαινες κι άρχιζες να μου λες όλους σου τους προβληματισμούς με τυχαία σειρά και χωρίς λογική σειρά πολλές φορές. Στην αρχή δεν με πείραζε όταν έφτανε η στιγμή να φύγεις , γιατί έβρισκα την ευκαιρία να πέσω πάλι για ύπνο . Σιγά σιγά όμως ένιωθα τον οργανισμό μου να αποκτά το δικό του υποσυνείδητο ξυπνητήρι που με ειδοποιούσε όποτε ήταν να έρθεις , λες και έπρεπε να σηκωθώ πιο νωρίς και να φτιαχτώ πριν με δεις , λες και θα γινόταν κάτι τέτοιο.  Κι ύστερα αυτό , το μονομερές , με χαλάει. Δεν θέλω να βγω από δω μέσα.
Θέλω να σε συναντήσω. 

            


[ Αυτό ήταν το δεύτερο μέρος της ιστορίας "γυάλινοι παίκτες". Το πρώτο είναι ήδη αναρτημένο στο blog με τον ίδιο τίτλο , στις 31 Δεκεμβρίου 2012.  Για όσους το διαβάσατε , καταρχήν ευχαριστώ για τα υπέροχα σχόλια σας , και δεύτερον θα ήθελα να μου γράψετε ποια είναι η γνώμη σας τώρα που γνωρίσατε τους δύο ήρωες και τι θα θέλατε ή θα περιμένατε να γίνει στο τρίτο μέρος! 
Περιμένω σχόλια σας! 
Με αγάπη , Madhatress ]