Οδός Χατζηπελαιρέν 24 , ώρα 9 μ.μ
Ένας άνδρας αφήνει ένα πακέτο κι ένα γράμμα στο 4Β και φεύγει τρέχοντας προς τη στάση του μετρό.
"Οι άνθρωποι δε γράφουν γράμματα πια... ήταν το παράπονο σου. Κι ότι δεν μας μαθαίνουν καλλιγραφικά. Γι αυτό λοιπόν κι εγώ σου γράφω με τα χέρια και την καρδιά μου γυμνή γιατί ντυμένο με οτιδήποτε άλλο πέρα από μολύβι και χαρτί σου φαίνεται "δεύτερο". Την τελευταία φορά που ήρθες να με δεις νόμιζα πως θα έμενες. Είχες αυτό το χαμόγελο στα χείλη σου που πάντα μου άρεσε σαν να κρύβει ένα μυστικό , ένα από αυτά τα πολύπλοκα που κρύβετε εσείς οι γυναίκες και που θα με φιλούσες για να το μοιραστείς μαζί μου. Θυμάμαι ακόμα αυτή τη μέτρια αυτοπεποίθηση που με προσγείωνε και που ώρες ώρες νόμιζα πως αισθανόσουν τόσο τυχερή που είμαι μαζί σου και ξεχνούσες ότι ήμουν κι εγώ. Έτσι πίστευα τουλάχιστον.
Από την πρώτη φορά που μου συστήθηκες αισθάνθηκα ότι δεν θα καταλάβαινα ποτέ τι σκέφτεσαι και λίγες μέρες αργότερα το ίδιο μου είπες κι εσύ, να μην προσπαθήσω καν , γιατί όντως οι γυναίκες είναι περίεργα πλάσματα κι ότι μπορεί για γυναίκα να σκεφτόσουν πιο απλά , αλλά για άνθρωπο γενικότερα σκεφτόσουν περίπλοκα, αλλόκοτα πολλές φορές. Οι μήνες μαζί σου κύλησαν νερό , κι ούτε μου χε συμβεί αυτό ποτέ. Οι προηγούμενες σχέσεις μου , έμοιαζαν να πατούν πάνω σε κάποιο μοτίβο κι ακόμα αναρωτιέμαι πως κατάφερες να μη μοιάζεις με καμία από αυτές. Πώς κατάφερες "κι έγινες το ομορφότερο χάος του κόσμου". Και τι χαζός που ήμουν που δεν το πρόσεξα εξαρχής. Άλλά έτσι είσαι πάντα , δεν κρύβεσαι άλλα ούτε και φαίνεσαι. Περιμένεις από τον άλλον να καταλάβει αυτό που τον ενδιαφέρει κι αν απορρίψει την ιδέα ούτε που δίνεις σημασία. Ήσουν μαζί μου και δεν ήσουν. Ίσως εγώ να ήμουν περισσότερο. Σαν για κάποιο μυστήριο λόγο , ιερό ενδεχομένως, να είχες κλειδώσει τον εαυτό σου και να χες πετάξει το κλειδί κάπου πολύ μακριά . Ή μπορεί έτσι απλώς να διέδιδες και να το κρατούσες για τον εαυτό σου.
Κι έτσι δε μου έκανε εντύπωση η απόφαση σου να φύγεις όταν οι αγκαλιές μου γίνονταν πιο σφιχτές. Έπιασα τον εαυτό μου να σου μιλάει για όνειρα που δεν έκανα ούτε στα δεκάξι κι εσύ ενθάρρυνες και γελούσες μόνο με τα κομμάτια που δεν περιείχαν κι εσένα μέσα. Κι όταν μιλούσα πιο σοβαρά , έπερνες ένα ύφος σαν να με μάλωνες και μετά έλεγες κάτι αστείο , γιατί πουθενά δεν ένιωθες τόσο άνετα όσο στην πλάκα. Μου 'χες πει μια φορά ότι οι άνθρωποι γεννήθηκαν με μάσκες κι ότι το τρομακτικό δεν είναι η ίδια η μάσκα αλλά το τι κρύβεται από κάτω. Όταν τελειώσαμε έψαξα να βρω μια μάσκα για μένα που να κρύβει την απορία μου και μια εξήγηση για το τι κρύβεται κάτω από τη δική σου γιατί από το δικό μου πουθενά άρχιζες να λες ότι οι άνθρωποι σήμερα δεν ερωτεύονται πια στα αληθινά , πως δε μπορούν να αγαπήσουν και οι παλιές ταινίες και τα κλασικά βιβλία είναι τα πιο μαρτυρικά γιατί είναι οι αποδείξεις ότι το ωραίο κάποτε υπήρχε και μεγαλουργούσε και τώρα μας έχει καταπιεί η σκια του.
Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλάβαινα όλα όσα έλεγες αλλά θυμάμαι εκείνη τη θλιμμένη λάμψη στα μάτια σου όταν ΄ξεστόμιζες πως ο αληθινός έρωτας κι η αγάπη έχει πεθάνει κι ότι εδώ στη Γη δεν υπάρχει πια τίποτα σα θύμηση του θεικού αλλά μόνο το ευτελές και το χυδαίο. Μόνοι ερχόμαστε και μόνοι φεύγουμε , κι ενδιάμεσα προσπαθούμε να "κλειδώσουμε" με ανθρώπους μάταια. Η αίσθηση ότι αποτελούμε κομμάτια που ενώνονται μεταξύ τους υπάρχει ακόμα αλλά το παζλ έχει χαθεί. Και οι άντρες; δεν ερωτεύονται πια! Τους αρέσει μια γυναίκα , την θέλουν την ποθούν , την επιθυμούν για τον εαυτό τους , κι ύστερα από μερικά χρόνια αφού έχουν επιθυμήσει τόσες και έχουν κουραστεί , παντρεύονται μία. Αυτό μου χες πει. Κι έτσι τώρα σου γράφω όλα αυτά για να δεις πίσω από την μάσκα μου , πίσω απο εκείνη τη παγωμένη νεκρή έκφραση εκείνο το βράδυ τη στιγμή που σε παρακαλούσα να το ξανασκεφτείς κι εσύ χαμογελούσες γιατί πίστευες πως δώσαμε ό,τι μπορούσαμε ο ένας στον άλλον αυτό που μπορούσαμε και που ήταν γραφτό και ότι το τέλος μας είναι το σωστό. Εξάλλου μια μέρα θα σε πλήγωνα έτσι κι αλλιώς , έτσι είμαι φτιαγμένος να κάνω , είπες , κι ας είμαι τόσο καλός , έτσι θα γίνει κι ας μην το θέλω . Δεν αξίζει τον κόπο.
"Οι άνθρωποι δε γράφουν γράμματα πια..." ήταν το παράπονο σου. Έγραψα ό,τι μπορούσα. Ίσως και παραπάνω. Ακόμα φοβάμαι να παραδεχτώ ότι σκέφτηκα όσα έγραψα . Σαν άντρας που είμαι θα έπρεπε να σκέφτομαι πιο απλά. Το λογικό θα ήταν να μην τολμούσα να πικραθώ , να προχωρούσα παρακάτω, να έβρισκα μια άλλη την επομένη κι όχι να κάθομαι να σκοτίζομαι με το πώς και το γιατί. Κι έτσι εσύ θα επιβεβαιωνόσουν Αλλά το ΄παμε, με προειδοποίησες ότι δε θα καταλάβω τι και πώς σκέφτεσαι.Κι αυτή σου η ικανότητα, η κατάρα όπως θες πες το με εγκλώβισε σε μια κατάσταση που με μπερδεύει και όσο γράφω περισσότερο τόσο πιο κουβάρι αισθάνομαι πως γίνομαι. Δεν επιβεβαιώθηκες όμως. Τόλμησα. Τόλμησα. Μήπως για μια φορά είχες άδικο; Μήπως βλέπεις κάπου τον έρωτα τελικά...;"
Οδός Χτζηπελαιρέν 24, ώρα 9:20 μ.μ.
Ένας λαχανιασμένος άνδρας ανεβαίνει ως το 4Β , παίρνει το γράμμα και φεύγει.
Μισή ώρα αργότερα
Μια γυναίκα ανεβαίνει με το ασανσέρ στο 4Β και βρίσκει ένα ανώνυμο πακέτο έξω από την πόρτα.
Μπαίνοντας σπίτι ανοίγει το πακέτο και βρίσκει ένα cd. To έβαλε να παίξει και πήγε να αλλάξει.
Όταν βγήκε από το δωμάτιο ακούγονταν οι στίχοι Maybe I'm too young to keep good love from going wrong but tonight, you're on my mind so you never know...