I do not own any of the images used below. All the rights belong to their respective owners .

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

H Tιμή μιας Μάγισσας , Το Μηδέν ή, Μαύρη Πεταλούδα


[ Ο Νοέμβρης ήταν πάντα στο μυαλό μου ως ιδανικός μήνας μαγισσών - δεν έχω ιδέα γιατί . Μιας και είχαμε Halloween όμως , δεν πάμε να δούμε μια ιστορία απ'τα παλιά , μια κάπως διαφορετική απο αυτές που έχουμε πει ως τώρα ; ] 




Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 1604, Καταντέν , Γαλλία


         
   Η πλατεία του Σεντ Πιερ είχε κυριολεκτικά κατακλυστεί από τους κατοίκους του χωριού. Ούτε που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι κάτω από τα πόδια τους δέσποζε μοναδικό πλακόστρωτο με δεξιοτεχνικά ζωγραφισμένες παραστάσεις κι ούτε που ενδιαφερόταν σήμερα το μεσημέρι για αυτήν. Θαρρείς και από τη μεγαλύτερη πλατεία του Καταντέν , είχε μετατραπεί ξαφνικά σε ένα μικροσκοπικό δοχείο , όμοιο με γουδί κι ο κόσμος στριμωχνόταν να χωρέσει στα τοιχώματα του, εκτός από ένα σημείο λίγο μετά τη μέση , στο οποίο ήταν στημένη μια ψηλή εξέδρα και πάνω της ένας ξύλινος πάσσαλος με μικρότερα δεμάτια κλαδιών σκορπισμένους τριγύρω. Οι άνθρωποι σπρώχνονταν γύρω από αυτήν , πατούσαν ο ένας τον άλλον , άλλοι συζητούσαν μεγαλόφωνα , οι γυναίκες ειδικά έλεγαν τα κουτσομπολιά της ημέρας , και άλλοι καβγάδιζαν για τους συνήθεις λόγους που λογομαχεί κανείς όταν ζει σε μια μικρή κοινότητα της Γαλλίας του 17ου αιώνα. Όλοι έμοιαζαν ανυπόμονοι για κάτι και όσο πιο περισσότερη φασαρία έκαναν τόσο καλύτερα νόμιζαν πως σκότωναν την ώρα τους. Ανάμεσα σε αυτούς που προσπαθούσαν να κινηθούν μέσα στο πλήθος διεκδικώντας μια καλύτερη θέση ή χαιρετώντας κάποιον γνωστό , ανήκε και ο Αντριάν Ντεσινέ.
            Ο Αντριάν ήταν ο δάσκαλος της κοινότητας , ένας φιλήσυχος και απομονωμένος σχετικά άνθρωπος που έζησε όλη του τη ζωή στο Καταντέν. Δεν ήταν ιδιαίτερα νέος , αλλά άγαμος και άκληρος καθώς ήταν , οι καλές γλώσσες έλεγαν ότι ήταν ό,τι πρέπει για τις κοπέλες της σειράς του. Παράλληλα, ενώ όλοι φαίνεται να τον ήξεραν, εάν ρωτούσες τον οποιοδήποτε να σου πει κάτι παραπάνω για τη ζωή και τα όνειρά του , δε θα ήξερε να σου απαντήσει, κι επειδή ακριβώς δεν θα γνώριζε να σου πει, θα δήλωνε στην τελική πως ήταν μια παντελώς αδιάφορη απάντηση. Εν μέρει αυτό ήταν αλήθεια , αφού ο Αντριάν δεν είχε ούτε περίπλοκη ζωή ούτε απραγματοποίητα όνειρα και φιλοδοξίες, αλλά ήταν ακριβώς αυτό που έβλεπες: αξιοπρέπεια και πραότητα. Όχι και τεράστια ευγένεια , μόνο όταν έπρεπε. Ειδικά όσο περνούσαν τα χρόνια οι άνθρωποι τον κούραζαν. Αλλά να, δε μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που επιθύμησε πολύ κάτι. Κι ενώ έκανε πέρα μια παχουλή κυρία και πέταξε ένα “με συγχωρείτε” σε έναν φωνακλά τύπο για να περάσει, είδε επιτέλους τον γνωστό του Ζορζ με τον οποίο είχε ραντεβού πριν κανένα δεκάλεπτο. Εκείνος τον είδε πρώτος, του σφύριξε και του έκανε νόημα να πλησιάσει.
   “Αντριάν! Εδώ , εδώ.” τον βόλεψε δίπλα του με ένα χαμόγελο. Πρόσεξε επίσης κι έναν άλλο κύριο που στεκόταν δίπλα του που μιλούσε μαζί του . Πρέπει να τον είχε ξαναγνωρίσει πρόσφατα αλλά δε θυμόταν το όνομα του πέρα από το πρόσωπο του κι έτσι προσποιήθηκε πως τον θυμόταν. Εξάλλου, δεν είχε και πολλή όρεξη σήμερα.
   “Bonjour” είπε απλώς εκείνος . “Προσπαθούσα ώρα να σε βρω αλλά χάθηκα μες το πλήθος. Κάθε φορά τα ίδια.”
    “Τι τα θες ,” αποκρίθηκε ο Ζορζ “τουλάχιστον είμαστε μπροστά μπροστά και θα απολαύσουμε το θέαμα!” Ο Αντριέν δεν ήταν πολύ σίγουρος ότι συμφωνούσε με τον φίλο του. Εντάξει , η παρακολούθηση της καύσης μιας μάγισσας είναι κοινωνικά απαραίτητη αλλά θα αισθανόταν πολύ πιο άνετα αν βρισκόταν πιο μακριά ακόμα και με ψηλότερους και παχύτερους άνδρες από αυτόν να του κρύβουν τη θέα. Δεν συμμεριζόταν λοιπόν τον ενθουσιασμό του Ζορζ για τέτοιου είδους γεγονότα , για να μην τον κακοκαρδίσει όμως ,αλλά και για να μην ανοίξει πάλι αυτό το θέμα συζήτησης, άλλαξε απευθείας το θέμα.
  “Η υπόλοιπη οικογένεια σου δεν είναι εδώ;” ρώτησε τον Ζορζ.
  “Τι είπες; Δεν σε άκουσα.” του απάντησε τεντώνοντας τα αυτιά του μήπως και τον ακούσει μες τη φασαρία.
   “ Λέω, πώς και μόνος εδώ πέρα mon ami.” επανέλαβε.
  “Α, η Ζορζέτ ήταν αδιάθετη πάλι κι ο γιατρός της έχει πει να μείνει στο κρεβάτι μέχρι να γεννήσει.”
   “Κι ο Πιέρ;”
   “Α. Να εκεί κάτω . Μπροστά μπροστά με τα άλλα παιδιά , παίζουν πάνω στην εξέδρα.”
   “Πρώτη φορά;”
  “Μμ , ναι.” είπε αδιάφορα και φαίνεται πως δεν είχε διάθεση για τέτοιες ερωτήσεις ,αφού στράφηκε στον διπλανό του με τον οποίο συζητούσαν κάτι σχετικό με τη γη τους. Ο Αντριέν δεν πολυενδιαφερόταν για κάτι τέτοια θέματα , οπότε έστρεψε το κεφάλι και τεντώθηκε προς το μέρος που του υπέδειξε πως βρισκόταν ο Πιερ. Ήταν μικρός ακόμα , ούτε δεκατριών , αλλά ειδικά τώρα που τον έβλεπε δίπλα στα άλλα παιδιά ήταν κοντός για την ηλικία του . Ωστόσο , φαινόταν τόσο υγιής καθώς έτρεχε και γελούσε , με τις ξυπόλυτες πατούσες του να πατάνε γερά πάνω στα σκορπισμένα ξύλα.  Τον θυμόταν από μικρό παιδί , πάντα του φώναζε η μητέρα του που δεν είχε καμιά αγάπη για τα παπούτσια. 
            Κάπως έτσι ξεχάστηκε για λίγο , όταν όμως το ρολόι χτύπησε δώδεκα και η αναταραχή μεγάλωσε, είπε στον Ζορζ μήπως θα ήταν πιο ακίνδυνο να πει στο γιο του να κατέβει με τους άλλους από την εξέδρα.
  “Πώς; Α, ναι σωστά. Πιερ. Πιερ! Πιερ κατέβα κάτω αμέσως, τώρα είπα!” Το αγόρι υπάκουσε απότομα και κατέβηκε γρήγορα από την εξέδρα , αν και δεν απομακρύνθηκε ιδιαίτερα από αυτήν. Φαίνεται πως ήθελε κι αυτός να δει το “φαντασμαγορικό” θέαμα που θα του 'πε ο μπαμπάς του. Πού να 'ξερε.
            Ξαφνικά όλα ησύχασαν. Οι φωνές του κόσμου έγιναν από θόρυβοι σε ψίθυροι κι από ψίθυροι σε σιωπή. Όλοι γύρισαν τα κεφάλια τους και κοίταξαν προς τα πίσω. Έφτασαν επιτέλους. Ήταν εδώ. Ο κόσμος μπορούσε να τραφεί. Ο εκπρόσωπος της Ιεράς Εξέτασης ήταν εκεί και κατευθυνόταν προς το μέρος τους. Ένας ψηλός και μεγαλόσωμος άνδρας έμπαινε στα μπροστά και παρακινούσε τον κόσμο να ανοίξει έναν διάδρομο για να περάσουν αυτός και οι υπόλοιποι που ακολουθούσαν. Οι άνθρωποι υπάκουγαν σαν υπνωτισμένοι γιατί το θέαμα τους έτρεφε και δεν τους πείραζε να παραχωρήσουν λίγα εκατοστά από τον ήδη μειωμένο τους χώρο.
             Ανάμεσα τους , πίσω από τον πρώτο , ακολουθούσαν άλλοι δύο άντρες με το έμβλημα της υπηρεσίας του βασιλιά και ανάμεσα τους μια γυναίκα σαν χτικιό παραπατούσε με τους αδύναμους αστραγάλους της απο δω κι απο κεί με τα χέρια δεμένα μπροστά μεταξύ τους και οι άνδρες να τη βαστούν μέσα από τους αγκώνες. Εκείνοι που βρίσκονταν πιο κοντά φαίνονταν να την τρέμουν και απομακρύνονταν ενώ άλλοι που βρίσκονταν πιο μακριά της , το έπαιζαν γενναίοι και τέντωναν τα άκρα της μήπως κι αγγίξουν το χιλιοσκισμένο μαύρο της φόρεμα του οποίου τα ξέφτια τινάζονταν πέρα δώθε. Κανείς δε μπορούσε να δει το πρόσωπο της γιατί τα μακριά βρώμικα μαλλιά της έπεφταν όλα μπροστά κι έτσι πολλοί προσπαθούσαν να μαντέψουν αν από κάτω γελάει ή κλαίει ή και τα δύο. Προχωρούσε σε σταθερό ρυθμό κι όποτε σκονταφτε ή καθυστερούσε , πάντα βρισκόταν κάποιος εκεί να της δώσει μια σπρωξιά στον ώμο για να συνεχίσει, ώσπου έφτασαν όλοι στην εξέδρα. Οι δύο άνδρες την ανέβασαν από τα ελάχιστα στενά σκαλοπάτια και την πέταξαν στο πάτωμα.
            Ο μεγαλόσωμος άνδρας τη σήκωσε , της έλυσε τα χέρια και την έδεσε χειροπόδαρα επάνω στον πάσσαλο. Εκείνη δεν αντιδρούσε, κινούνταν σαν κουρδισμένη μαριονέτα με μηχανικό, σχεδόν τρομακτικό τρόπο.  Δεν ακουγόταν τίποτε, ο κόσμος  λες και κρατούσε την ανάσα του.
            Ο Αντριέν είδε έπειτα τον ιεροεξεταστή να την πλησιάζει , να την επεξεργάζεται και με μια έκφραση ικανοποίησης στο πρόσωπο του, έδιωξε τα μαλλιά από το πρόσωπο της και το αποκάλυψε. Είχε ένα νέο παγωμένο και κρυστάλλινο πρόσωπο με μεγάλα πειθήνια μάτια , που η κούραση τα μεταμόρφωνε σε επικίνδυνα , χωρίς να μειώνει την μοιραία τους ομορφιά. Προς το παρόν ήταν ανέκφραστη αλλά θαρρείς πως με τα μάτια τους κοιτούσε όλους έναν έναν και τους περιγελούσε. Κοιτούσε τριγύρω σαν να μην είχε αίσθηση του τι συμβαίνει. Η διαπεραστική ματιά της συναντήθηκε με του Αντριέν και έμεινε εκεί. Εκείνος τρομοκρατήθηκε κι ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι , όχι επειδή τον φόβισε η παρουσία της αλλά έπειδή ένιωσε μια περίεργη έλξη , σαν να μαγνητίστηκε και για αυτό να μη μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
            Ο ιεροεξεταστής ρώτησε το όνομα της και για τι κατηγορείται. Η γυναίκα από την αδυναμία της δε μπορούσε να μιλήσει πολύ δυνατά , αλλά νόμιζε πως άκουσε το όνομα Κίρα Σαντάλ ή κάπως έτσι. Ο ιεροεξεταστής όμως περίμενε να ακούσει και κάτι άλλο και γινόταν ανυπόμονος. Αφού έβλεπε πως η γυναίκα δεν ήταν διατεθειμένη να απαντήσει , της ψιθύρισε κάτι , πιθανότατα αν είχε κάποια τελευταία λόγια να πει. Εκείνη γύρισε το βλέμμα της και τον κοίταξε αηδιασμένη μες τα μάτια. Της πέρασε από το μυαλό να κάνει κάποια απότομη κίνηση με τα πόδια και τα χέρια της μήπως και καταφέρει και κάπως τον χτυπήσει αλλά τα άκρα και τα πλευρά της ήταν σημαδεμένα και καταφρονημένα από τα χθεσινά βάσανα. Ακόμα δεν έχει φύγει η γεύση του νερού ανακατεμένου με το αίμα της όταν τη βύθιζαν κρεμάμενη από χέρια και πόδια μέσα στο νερό. Χθες νερό, σήμερα φωτιά, σκέφτηκε.  Κι αφού δεν μπορούσε να τον χτυπήσει, τον έφτυσε.
          Αυτός , θυμωμένος και προσβεβλημένος στράφηκε στο λαό και μίλησε με δυνατή και καθαρή φωνή λέγοντας πως η γυναίκα αυτή είναι μάγισσα και ως ερωμένη του διαβόλου έπρεπε να θανατωθεί όπως και όλες οι άλλες πριν απο αυτήν , για να εξαγνιστεί. Ο Αντριέν ένιωσε ακόμα πιο άβολα. Ήξερε από την αρχή ότι ερχόταν να παρακολουθήσει ένα τέτοιο γεγονός και πάντα ήταν επιφυλακτικός αλλά ειδικά σήμερα ένιωθε πως ήταν αδύνατον να γίνει μάρτυρας σε κάτι τέτοιο. Σαν να μην άντεχε να τη δει να πεθαίνει. Μα είναι γελοίο ,σκέφτηκε. Στράφηκε προς τον Ζορζ κι απογοητεύτηκε όταν είδε να καταπίνει μαζί με το διπλανό του τα λόγια του εξεταστή σαν να ‘ταν ιερά και να είναι σχεδόν γοητευμένοι από το λογίδριο του σχετικά με τους δόλους του Σατανά και των μαγισσών.             Προς στιγμήν νόμισε πως ένιωσε ακριβώς εκείνη την αηδία με την οποία είχε κοιτάξει πριν τον εξεταστή η μάγισσα. Τα πέντε λεπτά του φάνηκαν αιώνες και κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε τον πονούσε σαν πληγή από μαχαίρι και ήθελε να φύγει. Αλλά που να πάει; Έμεινε καρφωμένος στο πάτωμα και περίμενε. Ευτυχώς ήταν όλοι τόσο απορροφημένοι που κανείς δεν πρόσεξε την αμηχανία και τον κρύο ιδρώτα του. Όταν τελείωσε το λογίδριο , όλοι κατάλαβαν ότι ήρθε η ώρα.
            Έφτιαξαν τα δεμάτια από κλαδιά ομοιόμορφα γύρω της και απομακρύνθηκαν . Ο μεγαλόσωμος άνδρας άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε. Έτσι απλά. Ύστερα απομακρύνθηκε κι αυτός. Έστρεψαν όλοι τα βλέμματα τους στην Κίρα κι εκείνη τους το ανταπέδιδε δαιμόνια χωρίς ωστόσο να βγάζει δηλητήριο αλλά οίκτο. Πίσω από το νέφος του καπνού που είχε σχηματιστεί από τη φωτιά , αυτή χαμογελούσε δείχνοντας τα δόντια της. Όταν συνάντησε τα μάτια του Αντριέν για δεύτερη φορά, διάβασε μέσα του τον τρόμο και του φάνηκε πως μόνο για κείνον ζέστανε τη ματιά της. Σαν να του εμπιστεύθηκε κάτι , κάποιο μυστικό που ήταν σίγουρη πως θα το φυλάξει με τη ζωή του. Ύστερα έγινε κάτι που δεν είχε ξαναδεί ποτέ του . Ο κλοιός της φωτιάς στένεψε γύρω της και το σώμα της άρχισε να υπερθερμαίνεται και τότε άρχισε να γελάει , να γελάει πολύ δυνατά, τόσο που και ο τελευταίος άνθρωπος που στεκόταν πίσω στο βάθος μπορούσε να την ακούσει. 'Οταν πλέον η φωτιά άγγιξε τα πόδια της και έγινε πιο αληθινό ούρλιαξε από τον πόνο για αρκετά δευτερόλεπτα όσο την έτρωγε η φωτιά . Το σώμα της έτρεμε , τρανταζόταν δυνατά μπρος και πίσω , συρρικνωνόταν κι ύστερα διαστελλόταν ενώ ο κορμός της τεντωνόταν , το στέρνο της έβγαινε προς τα έξω σαν να προσπαθούσε η ψυχή της να βγεί μέσα από το σώμα της και να φύγει ψηλά .
            Ο Αντριέν έκλεισε γρήγορα τα μάτια του και τα κράτησε έτσι για πολλή ώρα. Αν όμως τα είχε κρατήσει ανοιχτά , θα πρόσεχε σίγουρα ένα μικρό δωδεκάχρονο αγοράκι ονόματι Πιερ να χαζεύει εκστατικός τη φωτιά ενώ στα μάτια του καθρεφτίζονταν σπίθες σαν να ΄ταν ερωτευμένος. Τα άνοιξε μόνο ύστερα από λίγο που ο Ζόρζ τον σκούντησε κατά λάθος την ώρα που ο κόσμος σκορπιζόταν και πάλι στις απλές καθημερινές και τιποτένιες ζωές τους.


Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Γυάλινοι Παίκτες (μέρος Ε΄)

V


            “Έχει πολύ ακόμα;” με ρώτησες με τέτοιο τρόπο , που δεν κατάλαβα αμέσως την κρυμμένη ειρωνία .
         “ Έχει όσο έχει” . Ήταν η πρώτη φορά που έπιασα τον εαυτό μου να μην έχει μια σαφή απάντηση . Σε τράβηξα με τόση σιγουριά από τη βολή σου , έχοντας την αυτοπεποίθηση ότι ο λαβύρινθος θα συγκινηθεί από την αποφασιστικότητα μας και ως δια μαγείας θα μεταμορφωθεί σε μονόδρομος με τέρμα την έξοδο κινδύνου. Όμως δεν ήταν έτσι , κι αυτό άρχισα να το συνειδητοποιώ αφότου συμπληρώσαμε δυο ώρες περιπλανώμενοι με γυμνά πόδια σε κρύο γυαλί. Καταλαβαίνεις την απογοήτευση στη φωνή μου όσο κι αν προσπαθώ να την κρύψω. Το έκανες αυτό κι από παλιά .
           “Δεν με καλύπτει ιδιαίτερα η απάντηση σου” . Δοκίμασες να σφίξεις το χέρι μου για να σταματήσουμε .
           “ Αν δεν κάνω λάθος δικά σου είναι αυτά τα λημέρια. Μήπως να οδηγούσες εσύ;” Σου χαμογέλασα για να το σκεφτείς λιγότερο .
             “Είναι μάταιο αυτό που κάνουμε , στο είπα.”
             “Δεν το δέχομαι. Δεν είναι λογικό . Από τη στιγμή που υπάρχει είσοδος , υπάρχει και έξοδος . Απλώς πρέπει να ψάξουμε λίγο ακόμα, αυτό είναι.”
            “ Λογικό; Τίποτα από όλα αυτά – και ειδικά εδώ μέσα δεν μου φαίνεται λογικό . Κοίτα γύρω σου , κοντεύει να μας καταπιεί το γυαλί! Άμφιβάλλω αν βρούμε κάποια έξοδο. Έχω την αίσθηση ότι ο λαβύρινθος παίζει μαζί μας.”
              “Τι εννοείς;”
             “Μοιάζει κάτι ζωντανό , με κάποια ενέργεια τουλάχιστον αν όχι βούληση. Ξέρει ότι θέλουμε να φύγουμε κι αντιδρά.  Όσο απομακρυνόμαστε και πλησιάζουμε κάπου , τόσο αλλάζει σχήμα και σημιουργεί νέους μαιάνδρους και αδιέξοδα . Μπορούμε να μείνουμε χαμένοι για πάντα!”
            “Αυτό είναι!”
           “Τι; Να μείνουμε χαμένοι εδώ μέσα; Καμία αντίρρηση προσωπικά αν και νομίζω ότι δεν σε σηκώνει το κλίμα” . Μου έδειξες τα ίχνη που αφήναμε πίσω μας . Τα δικά σου με χρώμα υπόλευκο και τα δικά μου άφηναν ρωγμές όπου πατούσα . Ύστερα από λίγο χάνονταν κι ακολουθούσαν βαθμιαίες δονήσεις που όλο και δυνάμωναν .
           “Όχι φυσικά. Έχω μια ιδέα. Ακολούθησε με.”  Έκανα αμέσως μεταβολή , σε τράβηξα από το χέρι κι αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που είχαμε πάρει ως τώρα .
            “ Εμ , πάμε λίγο ανάποδα ή μου φαίνεται;”
            “ Εντελώς ανάποδα .”
            “ Μα --”
            “Σςςς , θα δεις . Κάνε λίγο ησυχία!”  Τα βήματα μας ήταν γρήγορα και σχεδόν αμέσως φτάσαμε στο δωμάτιο από όπου ξεκινήσαμε. Ξαφνικά η ελαφριά προειδοποιητική δόνηση μετατράπηκε σε ήπιο σεισμό , ίσα που κρατηθήκαμε για να μην πέσουμε . Οι πιο λεπτοί γυάλινοι τοίχοι άρχισαν να ραγίζουν ελαφρώς .
            “Διάνα” σκέφτηκα αμέσως. Σου εξήγησα πώς ο συλλογισμός σου με την τακτική της αόριστης επέκτασης του λαβυρίνθου και το παράδοξο του να βρίσκομαι ακόμη εδώ , μας έδινε τη λύση : Αν δεχτούμε ότι ο λαβύρινθος επεκτείνεται περιμετρικά τότε όσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο ψάχνοντας την έξοδο , τόσο αυξάνεται η εμβέλεια του και μέσα σε αυτόν δημιουργούνται νέα αδιέξοδα και μονοπάτια , κάτι που μπορεί να γίνεται για πάντα . Κι αυτό τι σημαίνει; Έχω την εντύπωση πως αν μπορούσαμε να δούμε τον λαβύρινθο απο ψηλά θα παρατηρούσαμε ότι σχηματικά θυμίζει κάτι σε κύκλο . Ακόμη κι αυτό όμως να μην συμβαίνει , σίγουρα υπάρχει κάτι σταθερό , σαν πυρήνας , σαν βάση από όπου διαχειρίζονται όλες οι επεκτάσεις και οι αλλαγές . Σαν να λέμε , η καρδιά του . Εκεί λοιπόν πρέπει να πάμε . 
            “ Αυτό είναι εντελώς τρελό!” είπες αμέσως μόλις άκουσες τον συλλογισμό μου , όμως έδειχνες να το καλοσκέφτεσαι σαν να έστεκε , παρόλο που με τράβηξες εναντιωματικά προς τα πίσω.  “ Σταμάτα” , είπες, “ ήδη άρχισαν σεισμοί. Δεν μου αρέσει αυτό.”
         “Είναι αλήθεια. Είμαι σχεδόν σίγουροι ότι όσο πλησιάζουμε θα ακολουθήσουν κι άλλα . Έχει καταλάβει τι πάμε να κάνουμε .”
          “ Είναι τελείως τρελό , στο ξαναλέω.”
          “ Είναι όμως το μόνο που έχουμε.” Σε κοίταξα βαθιά στα μάτια και πήρα την απάντηση που πήρα. Ήταν μαύρα . Κατάμαυρα και γυαλιστερά , πιο μαγικά από ότι τα είχα φανταστεί . Μου έδωσαν την άδεια και πήρα την πρωτοβουλία να σου δώσω ένα φιλί στο μέτωπο . Ήταν ο τρόπος μου να σου πω ότι είμαι έτοιμη να σε φροντίσω και νομίζω το κατάλαβες. Μου έδειξες ένα μονοπάτι πίσω από το δωμάτιο και συνεχίσαμε.
          Οι μικροσεισμοί γίνονταν βαθμιαία αλλά σταθερά πιο έντονοι , σημάδι πως πλησιάζαμε επικίνδυνα. Δεν μας ενοχλούσαν πολύ γιατί τρέχαμε ελαφρώς και τους συνηθίσαμε γρήγορα. Όταν φτάσαμε στην τελική ευθεία , μπροστά μας βρισκόταν ένας μακρύς διάδρομος με σκοτεινό τέρμα. Αυτό ήταν που ψάχναμε. Όμως κάποια στιγμή σταμάτησα απότομα , ένιωθα πως είχες σταματήσει , ή για να το θέσω πιο σωστά , είχες παραλύσει . Ακούμπησες την πλάτη σου στον τοίχο λαχανιασμένος και τοποθέτησες τα χέρια σου στα γόνατα . Κάρφωσες το βλέμμα σου στο πάτωμα.
             “Το ακούς αυτό;” ρώτησες .
              “ Όχι δεν ακούω τίποτα , τι--”
             “Άκου. Άκου. Σςς . Μουσική. Την ακούς αυτή τη μουσική;”
              Στάθηκα να ακούσω τι εννοούσες. Πράγματι μόλις συγκεντρώθηκα λίγο αντιλήφθηκα τον ήχο ενός πιάνου , έπαιζε μια συγκεκριμένη συνοδεία ξανά και ξανά . Ήταν πολύ απαλό όμως , πολύ διακριτικό, σχεδόν γλυκό  . Αλλά φαίνεται μόνο εγώ το άκουγα έτσι ,γιατί εσύ έπιανες το κεφάλι σου .
           “ Δεν μπορώ να το κάνω . Αυτή η μουσική. Δεν μπορώ να την ακούω , σε παρακαλώ. Το κεφάλι μου . Πρέπει να μείνω μακριά. Μακριά. ” Παραμιλούσες και δεν ήξερα τι να κάνω . Προσπάθησα να σε ενθαρρύνω να συνεχίσεις , πως δεν είναι τίποτα όμως δεν άκουγες λέξη από όσα έλεγα , μόνο έπιανες τα αυτιά σου και φώναζες γιατί η μουσική δυνάμωσε τόσο πολύ και πονούσες αφόρητα και δεν το άντεχες . Έπεσες κάτω.  Τότε άρχισα κάτι να καταλαβαίνω . Σου έβγαλα με το ζόρι τα χέρια από τα αυτιά και σου φώναξα.
           “ Άκουσε με. Πονάς , το ξέρω . Όμως υπάρχει λόγος που υποφέρεις . Δεν είναι τυχαία η μουσική , έχει μέσα της αναμνήσεις και σου θυμίζει κάποιον ή κάτι που σε πονάει πολύ . Όμως κάνεις λάθος , δεν είναι οι ίδιες οι αναμνήσεις που πονάνε , είναι η γνώση ότι δεν θα υπάρξουν άλλες σαν κι αυτές .” Είχες δακρύσει αλλά κάτι είχα καταφέρει . Με πρόσεχες .
            “ Σε παρακαλώ , κάντο να σταματήσει” μου έλεγες.
             “Άκουσε με , άκου τη μουσική .  Ξέρεις πιάνο , σωστά; Συγκεντρώσου στις νότες και νιώσε τις στην άκρη των δαχτύλων σου σαν να τις έγραψες εσύ . Ψάξε βαθιά και θυμίσου. Φέρε στο μυαλό σου την ανάμνηση που έχεις φυλακίσει μέσα στις νότες και ελευθέρωσε την.” Δίσταζες ακόμη αλλά κατάφερα να σε πείσω να προσπαθήσεις . Κι έτσι έκανες.  Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα . Έκλεισες τα μάτια σου , χαλάρωσες λίγο τα χέρια και τα δάχτυλα σου και τα τοποθέτησες σαν να υπήρχε μπροστά σου ένα πιάνο . Έμεινες για λίγο ακίνητος με τα μάτια σου φανερά σφιχτά και τα νέυρα σου τεντωμένα. Κι ύστερα απλά άρχισες να παίζεις . Ομολογώ δεν είχα ξαναδει ποτέ κανέναν με τόσο γρήγορα δάχτυλα . Ο ρυθμός ήταν γρήγορος χαοτικός , κι όμως έμοιαζες να το ξέρεις απέξω . Όσο έπαιζες τόσο χαλάρωνες , σαν να επέστρεφες σε ένα μέρος που είχες καιρό να πας και αγαπούσες πολύ . Ύστερα είδα τα βλέφαρα σου να χαλαρώνουν , τα δάχτυλα σου να κινούνται όλο και πιο αργά και η μουσική άλλαξε σε αργό ρυθμό κι ύστερα απλά σταμάτησε . Όταν ένιωσες έτοιμος άνοιξες τα μάτια σου . Έβαλες τα χέρια σου μέσα στα δικά μου και δε χρειαζόταν να κάνεις τίποτε άλλο πέρα από το να με κοιτάξεις .
           “Πάμε;” με ρωτούσαν .
              Και μέσα σε αυτά τα μάτια , είδα τόσο φως!

Δείτε τα υπόλοιπα μέρη εδώ :
Α΄μέρος http://retro-hats.blogspot.gr/search?updated-min=2012-01-01T00:00:00-08:00&updated-max=2013-01-01T00:00:00-08:00&max-results=34
Β'μέρος http://retro-hats.blogspot.gr/2013/01/blog-post.html
Γ' μέρος http://retro-hats.blogspot.gr/2013/04/blog-post.html
Δ' μέρος  http://retro-hats.blogspot.gr/2013/05/blog-post.html

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Γυάλινοι Παίκτες- μέρος Δ'


         

                                                         IV



            “Συγχώρεσε τους τρόπους μου , είναι η πρώτη φορά που με ακούς να σου μιλώ και τώρα που το σκέφτομαι είναι και η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό που ακούω τα ίδια μου τα λόγια . Ξέρεις όταν περάσεις μεγάλο διάστημα ακούγοντας μονάχα τις σκέψεις σου , αρχίζεις να ξεχνάς τη φωνή σου , νομίζεις κι εξαφανίζεται , πως αν ανοίξεις το στόμα σου δε θα καταφέρει να βγει ούτε καν άναρθρη κραυγή , σαν να μην τη χρειάζεσαι. Συνήθισα τόσο πολύ να σκέφτομαι , που ξέχασα να μιλάω .
            Όταν σε βρήκα δεν είχες τις αισθήσεις σου. Ήσουν ξαπλωμένη πάνω στο παγωμένο γυαλί κι ενώ θα ορκιζόμουν ότι από κάπου πρέπει να έπεσες , δεν είδα καμιά ρωγμή στο ταβάνι , μόνο μικρά κομμάτια γυαλιού στο πάτωμα ενώ εσύ ήσουν βαλμένη σε μια κομψή θέση με το πρόσωπο σου καθαρό να κοιμάται γαλήνια , τα χέρια βαλμένα προσεκτικά μπροστά στο στήθος και με τους αστραγάλους σχεδόν τον έναν πάνω στον άλλον , σαν να περίμενες να στεγνώσεις. Τα’χασα. Άγγιξα το χέρι σου για να δω αν είσαι αληθινή και η ζεστασιά του με τρόμαξε. Νόμιζα πως ήταν ένας από τους γνωστούς μου εφιάλτες .  Πήρα ένα κομμάτι γυαλί και μάτωσα το δάχτυλο μου. Είχα διαβάσει σε ένα βιβλίο μια φορά πως πραγματικός κόσμος είναι εκεί που όταν τρυπήσεις το δάχτυλο σου θα βγει κόκκινο αίμα.
            Μόλις σε σήκωσα στα χέρια μου το δωμάτιο που βρισκόμασταν άρχισε να σείεται και το ταβάνι έτρεμε έτοιμο να καταρρεύσει . Σε έφερα γρήγορα εδώ και σε άφησα να κοιμηθείς όσο ήθελες . Γύρισα πίσω αλλά το δωμάτιο που δε βρήκα δεν υπήρχε πια , είχε εξαφανιστεί και στη θέση του είχε έναν ακόμα γυάλινο τοίχο. Έμεινα μαζί σου ώρες , μπορεί και μέρες μέχρι να ξυπνήσεις. Ο χρόνος όμως είναι περίεργος εδώ , ούτε κι εγώ τον έχω καταλάβει πλήρως. Μπορεί να είναι κυκλικός , αντίστροφος , μπορεί να μην υπάρχει καν , αλλά σίγουρα δεν είναι ευθύγραμμος.
            Κάθε λεπτό που περνούσα δίπλα σου δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ . Ήθελα να σε αγγίξω ξανά αλλά έπειθα τον εαυτό μου να μην το κάνει με τη δικαιολογία ότι μπορεί  κι αυτό το δωμάτιο να καταρρεύσει. Έτσι μαζεύτηκα στη γωνιά μου , μάζεψα τα γόνατα στο στήθος και τα τύλιξα με τα χέρια μου για να προστατευτώ από την έλξη της παρουσίας σου. Δεν είχα ιδέα πώς βρέθηκες εδώ , ήξερα όμως δυο πράγματα στα σίγουρα: πρώτον, πως δεν ανήκεις εδώ και δεύτερον πως με τον ερχομό σου άλλαξες κάτι στη βαρύτητα , στην ατμόσφαιρα και την ισορροπία. Μέχρι να ανοίξεις τα μάτια σου , είχαν παρελάσει όλες οι στιγμές μας μέσα στο κεφάλι μου κι όταν επιτέλους ξύπνησες , είχες ένα χαμόγελο στο πρόσωπο σου και μια έκφραση οικειότητας , σαν να ήταν όλα τόσο φυσιολογικά , ο τόπος , ο χρόνος , ο τρόπος. Σαν να γνωριζόμασταν από παλιά και να είχαμε να μιλήσουμε από το προηγούμενο βράδυ…’’
            “Μα γνωριζόμαστε από παλιά.” μου είπες με την ήρεμη και βαθιά φωνή σου καθώς με κοίταζες στα μάτια . Απέφευγε να σε κοιτάξω , μη μπορώντας να ελέγξω το τρέμουλο στη φωνή μου , τώρα όμως δεν μπορούσα να το αποφύγω. Έτσι όπως ήμασταν ξαπλωμένοι αντικριστά, πήρες το χέρι μου και το ακούμπησες πάνω στο λαιμό σου . Τα δάχτυλα μου καθοδηγήθηκαν επάνω στο δέρμα σου σαν να ακολουθούσαν κάποιο χάρτη, θυμάμαι, και έφτασαν στο στέρνο σου , όπου έπιασαν και φανέρωσαν ένα παράξενο κόσμημα: μια μακριά ,ασημένια, λεπτή αλυσίδα  με ένα κομμάτι αδιάφανο λευκό γυαλί περασμένο στο κέντρο.
            “ Το βράδυ που έσπασες κατάλαβα πως δύσκολα θα ξαναζωγράφιζα την πόρτα στον τοίχο. Μαζί με σένα σαν να έπεσε όλος ο πύργος από τραπουλόχαρτα που είχα χτίσει στο δωμάτιο . Δεν είχε νόημα χωρίς εσένα . Κάτι είχε συμβεί , κάτι που με άφησε έπειτα απ’έξω. Αυτό το κομμάτι από σένα είναι το μοναδικό που δεν εξαφανίστηκε . Έμεινε εκεί στο πάτωμα και με περίμενε να το αρπάξω , να το φυλάξω και να το κάνω προέκταση του εαυτού μου , μια μνεία μέχρι να σε ξαναβρώ. Για να το θέσω πιο απλά , το γυαλί ήταν η απόδειξη πως θα σε συναντήσω.’’
            Nομίζω πως ξέρω τι συνέβη.” είπα απομακρύνοντας αργά το χέρι μου . Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και μαζεύτηκα σαν κάτι να με πονούσε. Ύστερα σηκώθηκα ελαφρά και σου έκανα σήμα να με ακολουθήσεις . Ήθελα να σε πάω στο σημείο που είχες ξυπνήσει και με είχες αντικρύσει , έμοιαζε με κρεβάτι χωρίς στρώμα. Μετακίνησα λίγο πιο δεξιά το μαξιλάρι και σου αποκάλυψα έναν ορθογώνιο , βίαια κατεστραμμένο καθρέφτη. Σάστισες . Γύρισες να με κοιτάξεις και με είδες να κρύβω το πρόσωπο μου με ένα πληγωμένο χέρι τυλιγμένο ένα άσπρο πανί . Δεν ήθελα να με δεις να δακρύζω. Άρπαξες το χέρι μου και εστίασες το τρυφερό σου βλέμμα στο σημείο που το ύφασμα είχε γίνει κατακόκκινο. Ήθελες τόσο πολύ να με χτυπήσει εκείνη τη στιγμή , είμαι σίγουρος,  να με χαστουκίσεις ή να τον κλοτσήσεις, μόνο κ μόνο για να μου δείξει πόσο σε πόνεσε αυτό που έκανα . Το έβλεπα όλο ζωγραφισμένο στο βλέμμα σου , το ζούσα. Αντί γι’αυτό όμως εσύ όρμησες στην αγκαλιά μου και τύλιξες τα χέρια σου γύρω μου σφιχτά. Τώρα που δεν έβλεπα το πρόσωπο σου , δάκρυζε μη μπορώντας να βγάλω λέξη.
“ Αυτό που κάνεις πονάει περισσότερο , ξέρεις από ότι ένα χαστούκι” σου είπα διαβάζοντας τη σκέψη σου .
“Πόσες φορές;” ρώτησες χωρίς να με αφήνεις.
Πολλές.”
            “ Γιατί;
            “ Για να σταματήσουν όλα και να μείνω μόνος . Για να εξαφανιστείς.” Με άφησες , ατάραχη πλέον, και ρώτησες:
 “Και μετά;” Δίσταζα να απαντήσω . Χαμήλωσα το βλέμμα κι ύστερα αποκρίθηκα με ξένο ,ακόμη και για μένα, σοβαρό κι αγνώριστο ύφος:
“ Το ίδιο .” Εσύ μου χαμογέλασες πλατιά .
Ψεύτη.
Δεν είπα τίποτα κι έτσι συνέχισες : “ Είναι πολύ αργά πια για ψέματα , μικρέ μου.”
Έσφιξα τις γροθιές μου και τέντωσε όλο του το σώμα , σαν να αισθανόμουν πως απέτυχα σε κάτι ακόμα ,καθώς επαναλάμβανες την ερώτηση .
“ Και μετά;” 
Ξόδεψα όλο μου το κουράγιο στα επόμενα λόγια μου. “Μετά δεν άντεχα να μένω μόνος. Ήθελα οπωσδήποτε να σε συναντήσω.’’
Πήρε τα χέρια του μέσα στα δικά της και χωρίς να παίρνει τα μάτια της από πάνω του πήρε το τραυματισμένο του χέρι και φίλησε την πληγή .
“Πρέπει να φύγουμε από εδώ.” μου είπες . Ακουγόσουν αποφασισμένη .
“ Δεν υπάρχει τρόπος.”  Εσύ αγνόησες την απάντηση μου , σαν σχόλιο που δε χρειαζόταν να του δώσει κανείς σημασία . Με πήρες από το χέρι σαν μικρό παιδί και απομακρυνόμασταν χαλαρά χωρίς να βιαζόμαστε. Εκείνη τη στιγμή δε με ένοιαζε πού πηγαίναμε. Ήξερα τώρα πως μπορούσαμε να φύγουμε. Μαζί.

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Γυάλινοι Παίκτες (μέρος γ)

III



            “ Αργεί φέτος η άνοιξη. Δεν φημίζεται βέβαια το μέρος που περνώ τη ζωή μου για την καλοκαιρινή του διάθεση αλλά ειδικά φέτος σαν να βαριέται το ρολόι των εποχών να κυλήσει. Έχουν βγει όλα τα άλλα στα μπροστά και σπρώχνουν το χρόνο, τις μέρες , τους μήνες , τις ώρες , κι αυτό των εποχών λες κι είναι ράθυμο και νωθρό , κουρασμένο λέει πως μούδιασε από την ακινησία και δε μπορεί να σηκωθεί . Δεν πειράζει όμως , ακόμα κι αυτό συνηθίζεται .
          Κάπου κάπου όμως , έρχονται βράδια σαν και σήμερα. Σήμερα που τελειώνει ο Απρίλης και πρώτη φορά έβγαλα το αγαπημένο μου πουλόβερ, και ξέρεις , μου είναι δύσκολο να το αποχωριστώ γενικά. Αλλά ειδικά απόψε σαν να καλοκαίριασε απότομα μια νύχτα ανάμεσα σε παγωμένες άλλες , όπως όταν ένας τόσος δα μικροσκοπικός βλαστός φυτρώνει και φαίνεται μέσα από χιόνι και κορδώνεται με πείσμα να σηκωθεί και να ξυπνήσει κι άλλους. Βγήκε μάλιστα και το φεγγάρι ολόκληρο απόψε , τόσο μεγάλη γιορτή.
          Δεν με χώραγαν οι τοίχοι , ούτε το λαγούμι μου. Άρπαξα μια ζακέτα που γρήγορα την έβγαλα και κρατώντας την στο χέρι πήγαινα . Απλά και μόνο πήγαινα. Προτού το καταλάβω είχα περπατήσει για καμιά ώρα και στις ελάχιστες στάσεις που έκανα για να χαζέψω τις επιδράσεις της νύχτας στους διπλανούς μου καταλάβαινα ότι ίδρωνα. Το σώμα μου πήγαινε μόνο του και οι περιπετειώδεις μου πατούσες με έφεραν κοντά σε νερό. Πόσο καιρό είχα να περπατήσω εδώ ! Αποφάσισα να κάνω όλο το γύρο , να αφήσω την αύρα του νερού να με χρωματίσει και τα φώτα της πόλης και των μικρών χωριών απέναντι να προσπαθήσουν να γαλουχήσουν τη μοναξιά μου. Καθώς περπατούσα είδα κι άλλους , ζευγάρια περισσότερο. Οι μόνοι ήταν ελάχιστοι , κι αυτοί άνδρες ώριμοι με τα σκυλιά τους .Ένας σκύλος μάλιστα , ένα μαύρο πανέμορφο λαμπραντόρ φαίνεται ξέφυγε του ιδιοκτήτη του και με ακολουθούσε για ώρα. Προλάβαμε να κάνουμε παρέα τουλάχιστον τον μισό γύρο. Ύστερα από λίγη ώρα προπορεύτηκε και μου γάβγιζε ελαφρά , σαν να ήθελε να μου δείξει κάτι . Αφού πηγαίναμε από τον ίδιο δρόμο δεν είχα αντίρρηση . Ήταν αμοιβαία συμφωνία , εκείνος μου χάριζε συντροφιά κι εγώ τον άφηνα να με οδηγεί, κι αφού δεν μιλούσε μπορούσα να χαθώ άνετα στις σκέψεις μου...
            Ζευγάρια που λες , άλλα περπατούσαν κρατώντας ο ένας τον άλλον από το χέρι – λίγοι όμως τα χανε πλεκτά κι δυνατά , αν και δεν έχει σημασία, άλλοι έτρωγαν το πρώτο παγωτό της χρονιάς , κι άλλοι κάθονταν στα παγκάκια , τους τσιμεντένιους πάγκους και την αποβάθρα . Άλλα ξέρεις αυτούς που είναι αγκαλιασμένοι δεν τους προσέχω ιδιαίτερα , δε μου λένε κάτι καινούριο. Δε λέω , μετράει , όμως δεν μετράει τελικά. Εγώ πρόσεχα εκείνα τα ζευγάρια που κάθονταν αντικριστά ο ένας από τον άλλον , με τη γλώσσα του σώματος τους να μοιάζει με εκείνα τα άστρα-εραστές που ποθούν ο ένας τον άλλον αλλά δεν αγγίζονται κι έτσι ανατροφοδοτείται όλο τους το είναι , με τις κοπέλες να χαμογελάνε όσο πιο γοητευτικά μπορούν και τους άνδρες να τις κοιτάνε . Δεν χρειάζεται να πουν τίποτα , έχουν διάπλατα διαθέσιμο το θώρακα , γέρνουν ελαφρώς και τα καταλαβαίνεις όλα μόνο με το να κοιτάνε. Ή μάλλον εδώ να κάνω μια διόρθωση : ο τρίτος τα καταλαβαίνει όλα αν θέλει να δει , γιατί ο ερωτευμένος κοιτάει τον εαυτό του . Όσο αυταπόδεικτα κι αν είναι τα αισθήματα , η αμφιβολία του ερωτευμένου είναι μικρόβιο ανθεκτικό στην αντιβίωση. Είναι και οι δύο καταδικασμένοι να περιφέρονται στη δίνη του “η αγάπη είναι ελέφαντας” μέχρι να σταματήσουν οι στροφές , να λήξει το εισιτήριο και να τους πετάξουν έξω , τον έναν δεξιά και τον άλλον αριστερά.
             Κι όμως περπατώντας δίπλα τους , μόνη και χωρίς παγωτό , άρχισε να σβουρίζει στο μυαλό μου η σκέψη : Μήπως τελικά για αυτό δεν περιμένουμε την άνοιξη ; Για να καθίσουμε μια καλοκαιρινή νύχτα δίπλα στη λίμνη με έναν άνθρωπο και να κοιτιόμαστε αντικριστά , ενώ τα φώτα και το αεράκι θα αλλάζουν το χρώμα των ματιών μας; Ύστερα από αυτή τη σκέψη βρέθηκα εδώ .”
        “ Δεν γίνεται . Υπάρχει κι άλλο. Δεν μπορεί έτσι απλά να εξαφανίστηκες από το σημείο που βρισκόσουν και να βρέθηκες εδώ. Δεν στέκει.” μου είπες προβληματισμένος ενώ καθόμασταν ο ένας απέναντι από τον άλλον.
         “ Σίγουρα.” Σιώπησα για λίγο κι ύστερα πρόσθεσα “Το ξέρεις ότι από τότε που ράγισε το άγαλμα σου δεν έχω καταφέρει να ανοίξω πάλι την πόρτα;”
Από την έκπληκτη έκφραση σου κατάλαβα ότι δεν είχες ιδέα αλλά και πως υπήρχε κάτι άλλο που σε  απασχολούσε πιο πολύ .
          “ Θέλω να καταλάβω.”, είπες απλά.
       “Φοβάμαι πως αν σου δώσω και το άλλο κομμάτι του παζλ δεν θα με πιστέψεις, θα τρελαθείς σαν κι εμένα. Είναι τρελό. Πασιφανές , αλλά τρελό.” , είπε και πλησίασε πιο κοντά χωρίς δισταγμό , δίχως να σταματήσει να τον κοιτάει στα μάτια. Έκανε μια απόπειρα να αγγίξει το χέρι του, ωστόσο εκείνος τραβήχτηκε λίγο.
          “ Κοίταξε γύρω σου .”
         Έκανα ό,τι μου είπες. Έριξα μια ματιά τριγύρω , ψηλάφισα ότι μπόρεσα με τις άκρες των δαχτύλων μου , εξέτασα κάθε κυβικό εκατοστό με τη δύναμη των ματιών μου, αλλά το παγωμένο διάφανο γυαλί δεν είχε αλλάξει στο εκατοστό. Βρισκόμασταν σε ένα γυάλινο λαβύρινθο. Είχες δίκιο . Τι πιο τρελό από αυτό;
Τότε ξάπλωσες στο πλάι και μου κι έκανες νόημα να σε ακολουθήσω. Όταν σιγουρεύτηκες πως τα πρόσωπα μας απείχαν μια ανάσα το ένα από το άλλο , μου είπες :
          “Δοκίμασε με.”