I do not own any of the images used below. All the rights belong to their respective owners .

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Black & White Sinatra



        Ιππεύαμε πολλές ώρες. Το άλογο μου είχε κουραστεί και μπορούσα να ακούσω τη γρήγορη ανάσα του δικού του. Όμως εμείς σαν να ξεχαστήκαμε , μας πήρε πάλι το βράδυ σαν να μη μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο από το να καλπάσουμε, να τρέξουμε ως το πρωί. Να μιλάμε ατελείωτα κι άλλοτε χωρίς να μιλάμε. Κι οι βόλτες πάντοτε τόσο ωραίες! 
          Δεν μου έμαθε ποτέ πώς να ιππεύω . Αν δεν τον είχα δει την πρώτη φορά πάνω στο άλογο του να ζηλέψω, ούτε που θα μου μιλούσε ποτέ για αυτό. Με είχε αφήσει να πέσω μια φορά. Αλλά ποτέ δεν έλεγα όχι όταν παραβγαίναμε. Πάντοτε κέρδιζε εκείνος... κι εγώ, εγώ απλά χαιρόμουν αυτή την απροσδόκητη γεύση ελευθερίας μαζί του. 
"Παραβγαίνουμε μέχρι τον λόφο; Εκεί κάτω από την Ιτιά." είπε κι άρχισε να τρέχει. Ήξερα πόσο όσο κι αν ακουγόταν σαν ερώτηση άλλο τόσο δεν ήταν. Ζορίζοντας τα ζώα , ήμασταν ελεύθεροι πάλι , ζωντανοί κι έτσι όπως μας έβλεπα , αυτός με το μαύρο πουκάμισο και το καπέλο που τόσο αγαπούσε και μένα με το άσπρο μου φόρεμα , γύρισα πίσω σαν ήμασταν παιδιά. Παίζαμε σαν ξεκούρδιστα πάνω στα ξύλινα αλογάκια μας. Εγώ ήμουν πέντε και εκείνος έξι. Ό,τι και να παίζαμε πάντα γελούσε και κέρδιζε εκείνος. Στα μαύρα πάντοτε κι εγώ στα λευκά. Και τι σύμπτωση, φορούσα ίδιο φόρεμα σαν απόψε. Παράξενο.
          Χωρίς να το καταλάβω φτάσαμε απρόσμενα στην ιτιά κι ανεβήκαμε το λόφο. Κατέβηκε από το άλογο , με τρόπο τέτοιο ώστε ήταν σίγουρος πως θα τον μιμηθώ. Έτσι όπως τον ζωγράφιζε στα μάτια μου ο αέρας με ταξίδεψε στις εποχές που ήρθαν μετά , που άλλαξε ο καιρός και μπορούσα να του πω πως είναι δικός μου. Τον πλησίασα και του το πα ξανά, έκπληκτη από το πόσο σαγηνευτικά μπορούσα να προφέρω αυτές τις λέξεις. Χαμογέλασε μόνο με τα χείλη. Είχε ένα βλέμμα ατάραχο , μαγικό. Με πλησίασε και άρχισε να περπατά κυκλικά γύρω μου. Όταν έφτασε πίσω μου, σταμάτησε αθόρυβα. Τόσο κοντά ήταν που η ανάσα του μπορούσε να με αρπάξει.
"Θυμάσαι που παίζαμε μικροί;" Ρώτησε. Γύρισα προς το μέρος του με φόρα να του απαντήσω με το καλύτερο μου φιλί πως φυσικά και θυμάμαι. Bang Bang. ; Έπεσα στο έδαφος. Δεν ξέρω αν ήταν αυτος , η σκανδάλη ή το φεγγάρι αλλά είχα μια λάμψη στα μάτια μου και δε μπορούσα να δω.  Είχε κολλήσει όμως στα αυτιά μου αυτός ο φριχτός ήχος , λες κι έπαιζε επανειλημμένα. Ξανά και ξανά. Ο κρότος. 
         Με βλέπω. Είμαι ακόμα εκεί , τον παρακολουθώ αδιάκριτα καθώς ανεβαίνει στο άλογο του και απομακρύνεται. Δεν βιάζεται , πηγαίνει αργά. Έφυγε χωρίς να πει "Αντίο". Δεν έκανε καν τον κόπο να μου πει ψέματα. Του έφτασε μόνο να με σκοτώσει. Bang Bang Αχ αυτός ο φριχτός ήχος! Όχι στάσου... Τώρα σαν να ακούω κάτι μου μοιάζει με μουσική...ανθρώπους, ακούω ανθρώπους να τραγουδάνε ή και να ψάλλουν δεν είμαι σίγουρη. Και τώρα που κάπως καθάρισε η όραση μου και μπορώ να δω, είμαι ακίνητη κι ανήμπορη να σηκωθώ κι εκείνος έχει πια εξαφανιστεί. Και δεν ξέρω γιατί, δε μπορώ να το εξηγήσω , αλλά να, οι καμπάνες της εκκλησίας που άκουγα εχτές , τώρα θα ορκιζόμουν χίλιες φορές πως κάθε χτύπος φώναζε μέσα μου δυο λέξεις. Bang Bang.
        

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

To γυαλί (ανά)μεσα μας

            Ζούμε σε έναν κόσμο που αλλάζει, που μεταβάλλεται συνεχώς, που κάνει στροφές , άλλοτε κύκλους , άλλοτε σταματά απότομα , κι άλλοτε ξεκινά απότομα ξανά και μας αφήνει ζαλισμένους στο πάτωμα. Κινητήριες δυνάμεις , το χρήμα , η δύναμη, η αγάπη, αυτή η άμοιρη αγάπη στο νούμερο τρία. Όχι με αυτή τη σειρά κι όχι πάντα με αυτή τη σειρά. 
             Επίσης, ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο γυάλινους σχεδόν τέλεια ηχομονωτικούς τοίχους. Κάθε γυαλί μας ξε-χωρίζει από τον διπλανό , δεξιά κι αριστερά. Κάτι σαν τις παρωπίδες του αλόγου μόνο που σαν ενας εξελιγμένος 21ος αιώνας που σέβεται τον εαυτό του, περιλαμβάνει εκτός από εικόνα, και ήχο! Γυαλί παντού: για κάθε γενιά, κάθε ηλικιακή φάση ξεχωριστά, κάθε φύλο, και κάθε ανθρώπινη οντότητα στην τελική. Αλλά ευτυχώς αυτό το γυαλί, μεταβάλλεται από το συναίσθημα. Γιατί μεγαλώνουμε έχοντας το κουμπί στο on και συνήθως κανείς άλλος εκτός από την ίδια την εμπειρία δεν μας μαθαίνει πώς να  το βάλουμε στο off. 
           Είναι περίεργο αν το σκεφτεί κανείς , περνάμε τις διαβάσεις και κοιτάζουμε κι από τις δυο πλευρές για να δουμε αν πλησιάζει αυτοκίνητο και όμως στο πεζοδρόμιο σχεδόν κανείς δεν κοιτάει το διπλανό του λες και ξαφνικά όλα είναι θολά. Ή άλλοτε το κάνουμε καβούκι και κλεινόμαστε μέσα σε αυτό για να προστατευτούμε από την κακία του κόσμου, ή το κάνουμε γυάλα για να βλέπουμε με ασφάλεια τον κόσμο απ'έξω , να νεύει και να ναι ζωντανός και να 'μαστε κι εμείς ζωντανοί, ή τουλάχιστο να επιβιώσουμε αν όχι να ζήσουμε. Έχει αυτή την ιδιότητα να λειτουργεί ως εμπόδιο , ως τοίχος και ταυτόχρονα να μπορεί με μια του άκρη να κόψει αστραπιαία, για πάντα. Πολλοί προσπάθησαν να το σπάσουν, και οι λίγοι που το έκαναν έμειναν να κλαίνε μπροστά του καθώς αυτό επιδιορθωνόταν μπροστά τους μαγικά. Υστερα πια καταλήγουν σαν πίνακα του Μαγκρίτ, κοιτούν μες το γυαλί και βλέπουν την πλάτη τους.
            Αν άφηνα ελεύθερη τη φαντασία μου να ξαναγράψει ιστορία, όπως έκανα παιδί, είμαι σίγουρη πως θα έβλεπα μπροστά μου τη Μεγαλειότητα της , τη Βασίλισσα του Χιονιού, που τόσο την έτρεμα μικρή,  να σκορπίζει τον καθρέφτη της σε θρύψαλα λίγο πριν χαθεί, να τα φυτεύει μέσα μας , δώρο και κατάρα μαζί. Αυτό θα μπορούσε να εναπομένει μέσα μας μέχρι και τώρα: ένα ή περισσότερα κομμάτια αυτού του μαγεμένου καθρέφτη. Δε λέω, μεγαλοπρεπής , μα έχει μεγάλο τίμημα συνάμα.
            Και αυτό νομίζω είναι η μεγαλύτερη πρόκληση , να βρούμε τη δύναμη να σπάσουμε το διαχωριστικό ανάμεσα σε μας και το διπλανό μας , ανάμεσα σε μας και τον πραγματικό εαυτό μας , να γρονθοκοπήσουμε με το καλύτερο χέρι μας ξανά και ξανά και ξανά ,ακόμη κι αν μας το πάρει ολότελα!Γιατί το σώμα τη δέχεται τη γυάλα, τον τοίχο, το καβούκι, σχεδόν
 αδιαμαρτύρητα.
Αλλά η ψυχή;  Δεν το δέχεται έτσι απλά η ψυχή...

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Σαν ένα μύθο του Αισώπου



            ΄Ηταν κάποτε μια ιστορία, λίγο μετά τη δημιουργία του κόσμου. Γεννήθηκε η Φύση, με τη στεριά , τη θάλασσα, ο ουρανός κι ο Χρόνος. Κι ήρθε η μέρα που η Φύση έπρεπε να ορίσει το ζωικό βασίλειο. Φώναξε ξεχωριστά όλα τα ζώα του δάσους , ύστερα της θάλασσας , κι ύστερα του ουρανού. Τους μίλησε για τη σημασία που έχουν το καθένα ξεχωριστά για τη διατήρηση της ζωής και πως ήταν ανάγκη να έχουν έναν βασιλιά για να τους προστατεύει και να τους διαφεντεύει γιατί αυτή θα κοιμόταν στο κέντρο της γης μέχρι το τέλος του κόσμου.
               Έτσι λοιπόν, για τον ουρανό, όρισε βασιλιά τον αετό και του είπε πως ό,τι ζει και κινείται σε αυτόν , είναι δικό του.  Ο αετός φώναξε ευχαριστημένος και πέταξε μακριά.  Για τη θάλασσα, ήθελε στην αρχή να βάλει τον καρχαρία , μόλις είδε όμως ότι τα άγρια ένστικτα του εύκολα τον παρασύρουν , αποφάσισε να τον αλλάξει με το ευγενικό και καλοκάγαθο δελφίνι. 
             Με το βασίλειο της στεριάς, η Φύση προβληματίστηκε περισσότερο από όλα. Δεν μπορούσε να αποφασίσει ανάμεσα στην τίγρη, το λιοντάρι και τον γορίλα. Αρχικά, απέρριψε τον τελευταίο γιατί παρότι ήταν πολύ δυνατός , εύκολα μπορούσε να τον ξεγελάσει κανείς. Έπειτα δεν κατάφερνε να διαλέξει το λιοντάρι ή την τίγρη αφού για το πρώτο φοβόταν την αυταρέσκεια και την υπερηφάνεια του ενώ για την τίγρη την ανησυχούσε η επιθετική της τάση και η αγάπη για εξουσία. Τα ζύγισε καλά και αποφάσισε να κάνει το λιοντάρι βασιλιά , γιατί πίστευε ότι θα βασίλευε με δικαιοσύνη και πραότητα. Η τίγρης δυσαρεστήθηκε τρομερά με την απόφαση της Φύσης και τη θεώρησε άδικη , μα δεν είπε τίποτα και έφυγε. Τοτε το λιοντάρι , άρχισε να καυχιέται για τη δύναμη και τις ικανότητες του , τόσο πολύ η Φύση αναγκάστηκε να τον προειδοποιήσει πως πρέπει να σεβαστεί τις αποφάσεις της και να ακολουθήσει τους νόμους της , γιατί αν διαταρράξει την ισορροπία της και ξυπνήσει από τα έγκατα της γης θα υπάρξουν σοβαρές συνέπειες. 
          Το λιοντάρι συμφώνησε με τα λόγια της χωρίς να τα βάλει στην καρδιά του. Οι μήνες κυλούσαν ήρεμα στα τρία βασίλεια. Τα ζωντανά του ουρανού ένιωθαν δέος για τον γέρακα , τα θαλάσσια ζώα ένιωθαν σεβασμό και ευγνομωσύνη για το δελφίνι , και στη στεριά τα όντα του βασιλείου του λιονταριού έτρεμαν με έναν του βρυχηθμό. Όμως στο λιοντάρι , άρεσε πάρα πολύ να επιδεικνύει τη δύναμη του και δεν δίσταζε να εκμεταλλεύεται τους υπηκόους του για να ικανοποιήσει την αχόρταγη υπερηφάνεια του  . Η τίγρης που έβλεπε σε όλα αυτά την αδικία της Φύσης , πήρε το θάρρος να πάει να τη βρει και να την ξυπνήσει από τον ύπνο της. Η Φύση ανέβηκε στη γη και είδε πράγματι οτι τα λόγια της τίγρης επαληθεύτηκαν. Ωστόσο , ακόμα και την τελευταία στιγμή αποφάσισε να του δώσει μια τελευταία ευκαιρία. 
            Μεταμορφώθηκε σε ένα μεγάλο κατακόκκινο ελάφι με τα κέρατα του να γυαλίζουν σαν να ήταν φορτωμένα διαμάντια . Πήγε κοντά σε μια λίμνη με νερό , που ήταν και το λιοντάρι και έκανε τάχα μου πως διψούσε. Μόλις το λιοντάρι αντίκρυσε το ελάφι , ξεγελασμένο από τη χάρη και την ομορφιά του, το λιγουρεύτηκε και όχι μόνο δεν του έδωσε νερό , μα το κυνήγησε σε όλο του το βασίλειο. Έτσι λοιπόν η Φύση , για να τον δοκιμάσει, βγήκε από εκεί και έτρεξε ως τη θάλασσα. Το λιοντάρι για μια στιγμή σκέφτηκε την προειδοποίηση της, πως δεν έπρεπε να βγει απο το βασίλειο του ούτε να ταράξει με οποιονδήποτε τρόπο την ισορροπία της, τυφλωμένο όμως από τη λαχτάρα του να αρπάξει το ελάφι , παρασύρθηκε και το κυνήγησε κατα μήκος της ακτής. 
       Φτάνοντας σε έναν μικρό κολπίσκο περιτριγυρισμένο από βράχια, το ελάφι φαινόταν παγιδευμένο. Μόλις το λιοντάρι πλησίασε ευχαριστημένο, εκείνο εξαφανίστηκε ως δια μαγείας απο μπροστά του κι ένα τεράστιο κύμα σκέπασε το λιοντάρι. Σε λίγες στιγμές , βρέθηκε να παλεύει με τα κύματα , να βρυχάται μα δεν ήξερε πώς να κολυμπά και η θάλασσα δεν υποκλινόταν στον βρυχηθμό του. Ηταν έτοιμο να παραδοθεί όταν μπροστά του εμφανίστηκε με την πραγματική της μορφή η Φύση. 
"Όσο και να βρυχάσαι, άλλος είναι εδώ ο βασιλιάς. Δεν είναι η θάλασσα υπήκοος σου." του είπε.      
           Τότε το λιοντάρι , άρχισε να απολογείται λέγοντας πως κατάλαβε την ανοησία του και δεν πρόκειται να ξαναφερθεί τόσο απερίσκεπτα. Παρακαλούσε τη Φύση να του χαρίσει τη ζωή. Εκείνη τότε του είπε πως το δελφίνι ήταν υπεύθυνο να το αποφασίσει. Φώναξε λοιπόν το δελφίνι και εκείνο αποφάσισε να του τη χαρίσει. Εντυπωσιασμένο το λιοντάρι μπροστά στην ευγένεια του, το ευχαρίστησε και γύρισε πίσω στο βασίλειο του έχοντας καταπιεί την υπερηφάνεια του.

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Deja vu


         Έχω καιρό να γράψω, το ξέρω. Είναι γενικό φαινόμενο η αλήθεια είναι , καθώς φαίνεται μαζί με μένα , αποφάσισε η έμπνευση μου να πάει διακοπές. Ίσως πάλι επειδή είπα να καταπιαστώ με άλλες δημιουργικές και καλλιτεχνικές τάσεις που είχα αυτόν τον καιρό , και πόσα να χωρέσει ο άνθρωπος στην τελική μέσα σε μια νύχτα; (γιατί τις ημέρες εγώ κοιμάμαι.) Και πάνω που έλεγα ότι μέχρι τον Σεπτέμβρη δεν θα γυρίσει η λογοτεχνική μου σκέψη , να'σου που άρχισα να ζω το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά και ξανά και με έβαλε σε σκέψεις που ήθελα να μοιραστώ.
     Όχι , δεν έχει αυτοσχεδιασμό σήμερα. Παρεπιπτόντως, ετοιμάζεται νέο λογοτεχνικό μου ξέσπασμα οπότε όσοι πιστοί μείνετε συντονισμένοι. Δε μπορεί , μια βδομάδα στην Τουρκία , θα συνέλθομεν .
          Deja vu λοιπόν ή αλλιώς , για να τιμήσουμε την ωραιοτάτη ελληνικήν ορολογία, “προμνησία”. Ο όρος αυτός περιγράφει την αίσθηση ότι κάποιος έχει δει ή βιώσει ξανά στο παρελθόν μία κατάσταση. Στη γαλλική γλώσσα σημαίνει "ήδη ιδωμένο". Η εμπειρία της προμνησίας συνοδεύεται συνήθως από μία αίσθηση "παράξενου", και αποδίδεται από το υποκείμενο της εμπειρίας σε όνειρό του, παρόλο το ότι υπάρχει η αίσθηση ότι η εμπειρία έχει πραγματικά υπάρξει στο παρελθόν. Φυσικά δεν έχω εμβαθύνει τόσο επιστημονικά ώστε να μπορώ να προσθέσω οτιδήποτε πάνω στο θέμα , αλλά θα το χρησιμοποιήσω ως μια αφορμή , όπως κάνω πάντα, για να σχολιάσουμε μαζί ένα ερώτημα που βασανίζει ολόκληρη γενιά. Μα τι συμβαίνει επιτέλους με τα δυο φύλα και τις σχέσεις.
        Έτσι λοιπόν. Ωραιότατο ντεζα βου όταν για ακόμη μια φορά βρέθηκα με έναν ωραιότατο καφέ starbucks στο ένα χέρι και στο άλλο να κρατώ το χέρι μιας απαρηγόρητης φίλης , η οποία κλασικά όπως και οι προηγούμενες πέντε-έξι που είδα κατιδίαν αυτό το καλοκαίρι, μου διηγούνταν διαφορετικές ιστορίες αλλά τόσο ίδιες λες και είχαν συναντήσει όλες τον ίδιο άντρα!
          Και αφού λοιπόν έχω ακούσει πόσο αναποφάσιστο είναι το άλλο φύλο, πώς γίνεται τη μια μέρα να ξέρεις τι θες ή την άλλη όχι , τον έναν μήνα να φλερτάρεις και τον επόμενο να εξαφανίζεσαι, τη Δευτέρα να είσαι στρέιτ και την Παρασκευή να είσαι ερωτευμένος με τον κολλητό σου στο γυμναστήριο , πώς γίνεται να φλερτάρεις απο δω κι απο κει να θεωρείται αυτονόητο ότι δν θες κάτι σοβαρό απλά και μόνο επειδή το γράφει το μέτωπό σου και εν τελει πώς σε κανουν να έχεις ένα σωρό προσδοκίες απο μια κατάσταση που τροφοδοτούν ή παρατάνε μόλις βαρεθούν, αφού λοιπόν τα ακούω όλα αυτά έχοντας πια μάθει απέξω σκηνικά κι ατάκες, μου έρχονται δύο πράγματα στο μυαλό.      Πρώτον: πόσο γαλήνια είμαι αυτή την περίοδο που δε μου ζαλίζει κανείς τον έρωτα και δεύτερον: πώς γίναμε έτσι τα δυο φύλα; Η αλήθεια το δεύτερο ερώτημα , και απο πλευράς ζέστης να το πάρεις , με απασχόλησε ολίγον τι περισσότερο, ειδικά μετά από έξι κρούσματα μαζεμένα. Κάτι τέτοια όμως δε στα μαθαίνουν ούτε στις πρώτες βοήθειες ούτε στα προσκοπάκια!
       Κι όσο πιο πολύ το σκεφτόμουν τόσο πιο πολύ άρχισα να καταλαβαίνω τη λογική του όλου πράγματος. (Ναι κορίτσια , υπάρχει εξήγηση .) Πάρτε για παράδειγμα ένα μικρό αγοράκι κι ένα μικρό κοριτσάκι. Το κοριτσάκι παίζει από μικρό με κούκλες , μωράκια , ζουζουνάκια όλους αυτούς τους εξωμειωτές σοβαρότητος και νοικοκυροσύνης τέλος πάντων , με δύο γονείς να της λένε ότι σαν γυναίκα δεν είναι ωραίο να κάνει επιπόλαιες σχέσεις , αλλά να είναι συνετή , να γνωρίσει κάποιο καλό παιδί , να κάνει έναν ωραίο γάμο και λοιπα και λοιπά (Θεε μου , πόσο τούλι;;)
Και από την άλλη ο λεβέντης μας ! Και όμως , παρότι η ανατροφή των κοριτσιων δεν έχει υποστεί τόσες αλλαγές αλλά κρατιέται (ειδικά στην Ελλάδα) σε ένα κλασικό μοτίβο, αντίθετα η ανατροφή των ανδρών έχει κάνει στροφή 180 μοιρών. Το αγόρι του παραδείγματος μας λοιπόν, θα μάθει από τον πατέρα του την ευκολία των ευφήμερων σχέσεων , τις πολλές εμπειρίες που είναι καλό να έχει ο άντρας , και το πόσο βολικό είναι να μην ερωτεύεσαι μια γυναίκα αλλά μονο να την ποθείς. Και φυσικά , έχει απο άνω του και μια μάνα η οποία θα του πει να προσέχει να μην τον τυλίξει καμία, να μην παντρευτεί νωρίς και να ζήσει ελεύθερο ξένοιαστο πουλί τη ζωή του.
         Ε λοιπόν , εσείς οι μανάδες εκεί έξω που κοιτάτε τις κόρες σας και λέτε , μα πώς γίνεται τόσο όμορφες έξυπνες και χαρισματικές κοπέλες και να είναι ελέυθερες , κοιτάτε πώς έχετε μεγαλώσει το γιο σας. Είναι δυο πρότυπα αταίριαστα που θέλετε να ταιριάξουν. Πώς είναι δυνατόν , λοιπόν, οι νεαρές κοπέλες σήμερα 18-25 , να σας κανουν το χατιρι και να σας πουν “ναι” στην πολυαναμενομενη ερωτηση “βρηκες κανα καλο παιδι” εάν οι αντίστοιχοι άνδρες έχουν στο μυαλό τους ότι πρέπει να χαρούν τη ζωή τους χωρίς να δεσμευθούν , χωρίς να ερωτευτούν και εν πάσει περιπτωσει να περάσουν καλά; Γιατί είναι τόσο φυσιολογικό οι άντρες να μην ξέρουν τι θέλουν , κι όταν συμβαίνει στις γυναίκες έρχεται η καταστροφή; 
       Και επειδή ξέρω τι ενστάσεις θα ακολουθήσουν, ναι φυσικά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Δεν χωράμε άλλωστε οι άνθρωποι στο ίδιο συρτάρι το έχω ξαναπεί. Εδώ μιλάμε θεωρητικά και το τι συμβαίνει σε γενικές γραμμές. Και μη μου πείτε ότι δεν βρίσκεται μια λογική σε αυτό το σκεπτικό γιατί το συναντάω παντού , ακόμα κ στην ίδια μου την οικογένεια. Το πείραμα έχει επιβεβαιωθεί πολλές φορές . Και ίσως επειδή είμαι αρκετά νηφάλια αυτή την περίοδο , να μου ήρθε να αυτή η επιφύτηση !


Υ.Γ. Αγαπημένοι μου αναγνώστες, ευχηθείτε μου καλή τύχη γιατί με δική σας παρότρυνση πήρα μέρος σε δυο λογοτεχνικούς διαγωνισμούς !
Α! και ευχηθείτε μου ο ανατολίτικος αέρας να μου δώσει πίσω την λογοτεχνική μου πένα
-Ευχαριστώ!