Το
χώμα μυρίζει όπως εχθές . Όλα βρεγμένα
, γυαλίζουν κάτω από το φως. Είναι πρωί
, πολύ πρωί , πού να προλάβει ο ήλιος να
μας στεγνώσει. Κι εδώ που σε έχω φέρει
μάτια μου , μόνο να μας κάψει μπορεί. Αν
ήσουν εδώ να περπατήσεις μαζί μου , θα
σου δινα το μπράτσο μου να το κρατάς .
Μα δεν πειράζει , θα συνεχίσω να ανηφορίζω
τον πεζόδρομο με τα χέρια χωμένα στις
τσέπες του παλτού μου , και θα αφήσω
επίτηδες το δεξί μου χέρι λίγο πιο έξω
, σαν να παίζουμε πάλι με την Ιδέα σου
το παιχνίδι της αρπαγής. Με προλαβαίνει
πρώτη.
Δες
εδώ , να εδώ , αυτή την ευθεία που σήμερα
για μένα είναι ανηφόρα κι αύριο θα πρέπει
να την κατέβω από την αρχή. Πάνω στο
πλακόστρωτο έχω ρημάξει τα καλύτερα
μου παπούτσια κι έχω την αξίωση να
περηφανεύομαι ότι δεν το κάναμε μαζί.
Δεν έχεις περπατήσει ποτέ σε αυτό το
δρόμο, δεν έχεις στρίψει ποτέ σε εκείνο
το στενό, δεν έχεις μοιραστεί την πρωινή
ομίχλη με τους τρελούς οδηγούς , δεν
έχεις μυρίσει ποτέ τον αέρα αυτής της
πόλης. Δεν έχεις έρθει ποτέ εδώ. Δεν
είσαι από δω.
Κοίτα
εκεί . Εκεί ντε! Παραλίγο να δείξω με το χέρι.
Σε βλέπω απέναντι μου, είσαι η κοπέλα
που κάθεται στο παρκάκι , αυτή που με
προσπερνάει όταν είμαι στο δρόμο, μια
άλλη που σταματάει στο περίπτερο , ή
εκείνη από το τμήμα του άλλου κτιρίου
που τη βλέπω πού και πού και μιλά και
γελά σαν εσένα Ή εκείνη τη φορά που
σταμάτησα μια τύπισσα στο μετρό και δε
θυμάμαι σε ποια γλώσσα της ζήτησα
συγνώμη. Κι ενώ έχω πετάξει μια για πάντα
το σεντούκι μας στη θάλασσα , είμαι ακόμα
παντρεμένος με τη σκιά σου , αφού ό,τι
ξένο βρω το κάνεις διφυές , κι ακόμη εγώ
, που πάντα έλεγες πως μοιάζω με το φως,
γίνομαι πιο κλειστός και σκοτεινός και
ως το ξημέρωμα σου έχω μοιάσει .
Να
τώρα βρέχει. Σαν να σε βλέπω απο μια
μεριά να ρίχνεις το νερό εσύ . Όπως
εμφανίζεσαι κι εξαναφανίζεσαι , έτσι
κι αυτή . Αρχίζει ελαφρά και μας παιδεύει
με τα χάδια για ώρες , ύστερα σταματάει,
μας κρατάει ακίνητους , αφυδατωμένους
, κι ύστερα αρχίζει ξανά χωρίς ποτέ να
δυναμώνει. Ίσα να μας κάνει για
υποκατάστατο. Ήρθα εδώ γιατί μου έλειπε
το νερό του ουρανού, το λαχταρούσα , το
λάτρευα ούτε που ένιωθα ποτέ τη μελαγχολία
του. Μα έτσι είμαστε εμείς. Ξεκινάμε
γυμνοί και στο τέλος αλυσοδενόμαστε με
την ομπρέλα παραμάσχαλα.
Μείνε
λίγο ακόμα μαζί μου, σχεδόν έφτασα. Σε
λίγο μπορείς να φύγεις πάλι. Θα πάρεις
το άρωμα σου που χει αποτυπωθεί στη
μνήμη μου και θα το σκορπίσεις στον αέρα
λίγα λεπτά πριν μέχρι να το συνηθίσω .
Ίσως θυμηθώ και κάνα φιλί , μη φανταστείς
τίποτα σπουδαίο , από αυτά τα άτσαλα ,
τα βιαστικά. Αυτά θα τα βρεις πάνω πάνω
. Φτάσαμε. Περίεργο, σχεδόν φαντάζομαι τώρα και διπλά ίχνη λάσπης στο πατάκι. Τώρα όπου να σαι θα μετρήσω αντίστροφα. Πάντα σε τυχαία σειρά. Κι όπως θα στέκομαι μονάχος πίσω από
την πόρτα και θα κλειδώνω δυο φορές ,
εσύ θα χεις ήδη στοιχειώσει τον επόμενο
περαστικό. Λίγο ακόμα , κάθε φορά , άλλο
λίγο. Φοβάμαι πως τελειώνει ο χρόνος
μας. Δεν έχω πει ακόμα κουβέντα.
Μα
θέλω τόσα να σου πω και τα αστέρια δε
γελάνε. Αύριο πάλι.