I do not own any of the images used below. All the rights belong to their respective owners .
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστορίες μυστηρίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστορίες μυστηρίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

Για τον καλό μυθιστοριογράφο



           "Θα το πάρω." είπε και έδωσε τα χέρια με τον μεσίτη. Όταν ο τελευταίος έφυγε στάθηκε στη μέση του άδειου εκείνου χώρου που μέσα σε λίγα λεπτά είχε γίνει δικό του. Δεν ήταν πολλά , ένα μικρό με το ζόρι το έλεγες διαμερισματάκι στον πέμπτο όροφο μιας παλιάς πολυώροφης πολυκατοικίας σε μια ακόμη πιο παλιά και κακόφημη γειτονιά. Αλλά δεν τον πείραζε, πρώτη φορά είχε κάτι δικό του, ολόδικο του. Ο αέρας της ανανέωσης τον έκανε να προσμονά την έμπνευση που θα ερχόταν όπου να 'ναι μαζί με τα καινούρια του κλειδιά.  
           Μέσα σε λίγες μόνο ώρες της επόμενης μέρας , το μετέτρεψε στο χώρο που θα περίμενε κανείς να ζει ένας συγγραφέας. Όχι πολλά πράγματα , ένα κρεβάτι , ένα γραφείο , ένα κομοδίνο να ακουμπάει το τασάκι με τα τσιγάρα του ίσως , και τα προσωπικά του αντικείμενα σκορπισμένα στο πάτωμα. Μόνο το γραφείο ήταν που πρόσεξε ιδιαίτερα , το έβαλε ακριβώς μπροστά στο μοναδικό παράθυρο του σπιτιού και μόνο αυτό ήταν που οργάνωσε , τοποθέτησε προσεκτικά τα χαρτιά , τις πένες , τα μολύβια του ακόμα και τσαλακωμένα τάχα δουλεμένα χαρτιά. Πράγματι όπως αποδείχτηκε , σε κανένα άλλο μέρος του σπιτιού δε μπορούσε να γράψει. Είχε τόση όρεξη και μανία που παθιαζόταν ακόμα και με τις ίδιες του τις μουτζούρες , αλλά δε μπορούσε να αποτυπώσει καμιά δημιουργική σκέψη ούτε πάνω στο κρεβάτι , ούτε στην κουζίνα ούτε στο πάτωμα , παρά μόνο μπροστά σε εκείνο το παράθυρο και μόνο όταν ήταν ανοιχτό. Κι αυτό ,γιατί το μπαλκονάκι του ήταν εσωτερικό , δεν είχε καμιά αξιοπρεπή θέα , ήταν όμως σταυροδρόμι αρμονικών φιλήσυχων ήχων και ευωδιών που έρχονταν από παντού και συναντιόντουσαν όλες εκεί έτοιμες να του ψιθυρίσουν καινούριες ιστορίες για να γράψει.
             Κι έτσι πέρασε μέρες πολλές , γράφοντας , γράφοντας, γράφοντας με μανία και ενθουσιασμό , με ένα πάθος και ευγνωμοσύνη για την αμέριστη ευχέρεια που είχε αποκτήσει η σκέψη και το χέρι του. Πόσο τον ενέπνεε αυτή η ατμόσφαιρα , όλα σαν να συνεργάζονταν γύρω του κι αυτός ένιωθε λες και έγραφε το έργο της ζωής του , εκείνο που έρχεται σε κάθε μεγάλο μυθιστοριογράφο και την αλλάζει για πάντα! Κι έγραφε, έγραφε.... Ώσπου κάποια στιγμή , κάτι σαν να άλλαξε στο σκηνικό .  Σταμάτησε , άφησε κάτω το στυλό , κι αφουγκράστηκε για λίγο. Κλαπ, κλαπ, κλαπ. Μα τι ήταν αυτός ο ενοχλητικός ήχος; κάτι έσταζε. Έριξε μια ματιά στο σπίτι , τίποτα. Βγαίνει στη βεράντα και βλέπει ακριβώς από πάνω τον ηλικιωμένο του διαμερίσματος του έκτου να ποτίζει τα λουλούδια του .
             Βγήκε, λοιπόν , από το διαμέρισμα και ανέβηκε στον επάνω όροφο. Χτύπησε το κουδούνι και του άνοιξε πράγματι ένας ηλικιωμένος άνδρας που δεν άκουγε και πολύ καλά. Με τα πολλά ο άνδρας κατάφερε να του παραπονεθεί για τη χαλασμένη σκαλωσιά έξω στο μπαλκόνι , που έκανε το αδιάκοπο πότισμα του ηιλιωμένου να διακόπει τον οίστρο του. Ο γέρος φάνηκε να ακούει συγκαταβατικά , του εξήγησε όμως ότι το πότισμα των φυτών στο μπαλκόνι είναι κάτι που συνήθιζε να κάνει η γυναίκα του , και τώρα που έχει φύγει από τη ζωή είναι ο μόνος τρόπος να νιώθει ακόμα συνδεδεμένος μαζί της. Κοντά της. Εκείνος δεν είχε πλέον επιχειρήματα, τον αποχαιρέτησε λοιπόν και επέστρεψε αποθαρρημένος στο διαμερισματάκι κ το γραφείο του. Δεν είχε άλλη επιλογή , έπρεπε να συνεχίσει ακόμα και από αυτές τις συνθήκες , όφειλε να μην αποσπαστεί , να μείνει αφοσιωμένος για χάρη του έργου του, του καλύτερου έργου της ζωής του!
             Τα κατάφερε , πλατς πλατς, συνέχιζε να γράφει, να βρίζει , να σταματάει , να στενοχωριέται, να ξαναρχίζει, μα γρήγορα προσαρμόστηκε και ξαναβρήκε το ρυθμό του . Ήταν τόσο ενθουσιασμένος , δε σκεφτόταν τίποτε άλλο , παρά μόνο πως δημιουργούσε κάτι πολύ σπουδαίο! Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα είχε φτάσει κιόλας στο τελευταίο κεφάλαιο, στην τελευταία πράξη των ηρώων του . Πόσο εκστασιασμένος ήταν , τελείωνε το πιο καλό του μυθιστόρημα , σε πολύ λίγο θα...! Ωσπου ξαφνικά, σταμάτησε. Έτσι απλά, σταμάτησε. Το μυαλό του κόλλησε , σάστισε και άφησε κάτω το χαρτί και το μελάνι. Δεν είναι δυνατόν , είπε φωναχτά. Κάτι συνέβη , στάθηκε να καταλάβει. Όλα ήταν στη θέση τους όμως οι σταγόνες είχαν σταματήσει να τρέχουν . Δε μπορεί , όχι τώρα! Κι όμως εκείνη την ώρα ήταν όλα τόσο ήσυχα , που μπορούσε να ακούσει μόνο τον ήχο που έκανε το ασθενοφόρο έξω από την είσοδο του κτιρίου.
           Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε κάτω. Είδε δύο ανθρώπους να βάζουν τον ηλικιωμένο μέσα στο ασθενοφόρο πάνω σε ένα φορείο. Δεν φαινόταν καλά , σαν να κρυφάκουσε από κάποιον παραπέρα πως ήταν ήδη πολύ αργά. Τον έπιασε πανικός. Επέστρεψε στο γραφείο του. Τον έλουζε κρύος ιδρώτας , δε μπορούσε να καθίσει. Ούτε να σταθεί μπορούσε , ζαλιζόταν. Ξάπλωσε στο κρεβάτι μα έγινε χειρότερα. Στάθηκε δίπλα στο παράθυρο σε μια ύστατη προσπάθεια να ακούσει ή έστω να σχηματίσει την ψευδαίσθηση του ήχου του νερού που έσταζε πάνω στη χαλασμένη σκαλωσιά που τόσο τον ενοχλούσε και κατάφερε τελικά να εναρμονιστεί και να ταυτιστεί τελικά με τη βενζίνη που τον έκανε να γράψει. Τίποτε, ήταν μάταιο . Δεν άκουγε τίποτα. Κοίταξε το ασθενοφόρο κάτω στο δρόμο από ψηλά , κι ύστερα  το γραφείο του , τα σκορπισμένα χαρτιά , τα μελάνια , τα δάχτυλα του που είχαν γίνει μπλε από το μελάνι , το μισοσβησμένο του τσιγάρο, τα λιωμένα ρούχα του και την τελευταία σελίδα του καλύτερου του έργου. Την πήρε στα χέρια του , γέλασε νευρικά, την τσαλάκωσε και την έβαλε στο στόμα του . Ύστερα πήδηξε τα κάγκελα τρέχοντας και έπεσε στο κενό.

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Γυάλινοι Παίκτες (μέρος β')

         
                                                                             II


             Δεν μου αρέσουν οι γιορτές . Μου μιλούσες συχνά για αυτές , παλιά πολύ περισσότερο . Παρ'ότι όμως δε σου το είπα , ίσως το κατάλαβες μόνη σου και σταμάτησες. Ίσως πάλι να κατάλαβες κι εσύ γιατί δεν μου αρέσουν οι γιορτές. Ερχόσουν όμως , ακόμα έρχεσαι δεν ξέρω γιατί . Μέσα σε όλη αυτή τη βαβούρα γύρω, στα σώματα μας μόνο βρίσκουμε την ησυχία κι εσύ αυτό το είχες καταλάβει πιο νωρίς από μένα. Εγώ δεν ξέρω πως να τη μοιραστώ , αυτή είναι η αδυναμία μου. 
            Πάλι δεν με ακούς , έτσι;  Ε, λοιπόν η φωνή σου διαχέεται στο δωμάτιο πεντακάθαρα. Ώρες ώρες με χτυπάει η ηχώ στην πλάτη. Μπορώ να ακούσω το τρέμουλο και την αλλαγή στη χροιά σου όταν έχεις κατέβει γρήγορα τις σκάλες , γιατί πολλά βράδια βιάζεσαι να έρθεις ή να φύγεις. Είναι πολύ πιθανόν να μην έχεις καταλάβει ακόμα ότι υπάρχω και δεν σε αδικώ , γιατί από την αρχή επεδίωξα να μην το μάθεις και να φύγεις , να μην ξανάρθεις. Μόνος μου κλείστηκα σε αυτό το λαβύρινθο και μόνος μου ήθελα να μείνω. Είμαι τόσο καιρό εδώ μέσα που έχω ξεχάσει πώς μπήκα . Ανόητο , θα ‘λεγες ίσως . Αντίθετα , το υποσυνείδητο μου είναι έξυπνο και διάλεξε τον καλύτερο τρόπο για να ικανοποιήσει την επιθυμία μου- την αμνησία. Θυμάμαι ψάχτηκα λίγο στην αρχή και μπερδεύτηκα, γιατί ο λαβύρινθος ήταν μεγάλος και περίπλοκος και οι τοίχοι τριγύρω ήταν γυάλινοι και κοφτεροί. Περιπλανήθηκα αρκετά κι ύστερα βρήκα στο κέντρο ένα δωμάτιο , πολύ απλό , ίσα να απομονωθώ και να κοιμηθώ . Κι αυτό έκανα , κοιμόμουν βαθιά για μέρες πολλές , χωρίς να βλέπω όνειρα , χωρίς να σκέφτομαι τίποτα και χωρίς να πονάω πουθενά. 
            Πέρασε καιρός χωρίς να αλλάξω θέση , ώσπου κάποια στιγμή μέσα στον ύπνο μου άκουγα χτυπήματα , συριγμούς , περίεργους ήχους που δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω και με τάραζαν. Παρ'όλα αυτά αρνιόμουν πεισματικά να ξυπνήσω , έλεγα πως είναι η φαντασία μου , πως θα περάσει , πως δεν είμαι τρελός αλλά αν αυτό κάνει πιο εύκολα τα πράγματα ας γίνω. Αλλά δε σταμάτησε τίποτα από όλα αυτά ,και κάθε φορά είχα την εντύπωση πως όλο αυτό γινόταν σε μεγαλύτερη ένταση και συχνότητα που ενοχλούσε τα αυτιά μου. Όλα μου φαίνονταν μες το σκοτάδι να γυρνάνε κι εγώ ίδρωνα σαν το σκυλί
           Τη φορά που έγινε ανυπόφορο τινάχτηκα από το κρεβάτι. Τα σεντόνια ήταν από καιρό κουβάρι στο πάτωμα. Σηκώθηκα αμέσως κι άρχισα να παίρνω σβάρνα τους τοίχους , άγγιζα μήπως εντόπιζα ρωγμές ή οτιδήποτε μπορούσε να εξηγήσει την εμπειρία μου. Ξόδεψα όλη μου την ενέργεια γυρίζοντας δυο και τρεις φορές στο γυάλινο λαβύρινθο και αποκαμωμένος έπεσα πάλι με τα μούτρα στο πάτωμα. Κι έτσι όπως ήμουν με το κεφάλι στο πλάι έτοιμος να δακρύσω άκουσα ένα γέλιο γυναικείο . Έσπρωξα το λεπτό στρώμα παραπέρα και είδα ότι ακριβώς κάτω από το σημείο όπου είχα το μαξιλάρι μου δεν είχε γυαλί αλλά ένα μεγάλο κομμάτι από καθρέφτη. Σε είδα πρώτη φορά , στην απέναντι πλευρά . Θύμωσα τόσο πολύ μαζί σου , που τόλμησες έστω άθελα σου να ταράξεις το μικρόκοσμο μου. Σου φώναξα , σε έβρισα αλλά τίποτα. Εσύ μιλούσες κοιτώντας με , έσκαγες κανένα χαμόγελο πού και πού αλλά δεν με άκουγες όπως εγώ. Δοκίμασα να σπάσω τον καθρέφτη με τη γροθιά μου και τελικά πλήγωσα το χέρι μου . Το δωμάτιο γέμισε με αίματα αλλά δεν με ένοιαξε . Πήρα το μάθημα μου , αφού δεν μπορούσα να σε αγνοήσω η μόνη λύση ήταν να σε ακούσω.
              Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλάβαινα πάντα για ποιο πράγμα μιλούσες αλλά μετά από λίγο άρχιζα να συμπαθώ τη φωνή σου κι αυτό γιατί τώρα που έδινα προσοχή μπορούσε να με νανουρίσει και να με ξυπνήσει ταυτόχρονα. Μη ρωτάς πώς. Ούτε για αυτό έχω ιδέα.  Αλλά δεν ήσουν κάθε φορά η ίδια , ή τουλάχιστον έτσι μου φαινόταν , κι όταν από μέσα μου αναρωτιόμουνα γιατί , σαν να καταλάβαινες κι άρχιζες να μου λες όλους σου τους προβληματισμούς με τυχαία σειρά και χωρίς λογική σειρά πολλές φορές. Στην αρχή δεν με πείραζε όταν έφτανε η στιγμή να φύγεις , γιατί έβρισκα την ευκαιρία να πέσω πάλι για ύπνο . Σιγά σιγά όμως ένιωθα τον οργανισμό μου να αποκτά το δικό του υποσυνείδητο ξυπνητήρι που με ειδοποιούσε όποτε ήταν να έρθεις , λες και έπρεπε να σηκωθώ πιο νωρίς και να φτιαχτώ πριν με δεις , λες και θα γινόταν κάτι τέτοιο.  Κι ύστερα αυτό , το μονομερές , με χαλάει. Δεν θέλω να βγω από δω μέσα.
Θέλω να σε συναντήσω. 

            


[ Αυτό ήταν το δεύτερο μέρος της ιστορίας "γυάλινοι παίκτες". Το πρώτο είναι ήδη αναρτημένο στο blog με τον ίδιο τίτλο , στις 31 Δεκεμβρίου 2012.  Για όσους το διαβάσατε , καταρχήν ευχαριστώ για τα υπέροχα σχόλια σας , και δεύτερον θα ήθελα να μου γράψετε ποια είναι η γνώμη σας τώρα που γνωρίσατε τους δύο ήρωες και τι θα θέλατε ή θα περιμένατε να γίνει στο τρίτο μέρος! 
Περιμένω σχόλια σας! 
Με αγάπη , Madhatress ]

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Γυάλινοι Παίκτες ( α' μέρος)

                                                                               I



Τι γιορτή ήταν αυτή. Σαν να μη σήμαινε τίποτα ούτε η φασαρία , ούτε η μουσική, ούτε τα πρόσωπα , ούτε κι ο χρόνος που κυλούσε. Περνούσε επειδή έπρεπε να περάσει , αυτή ήταν η δουλειά του και την έκανε πάντα με μεράκι και υπομονή. Άμα μπορούσα δεν θα καθόμουν άλλο, έτσι έκανα αυτό που κάνω πάντα τώρα τελευταία. Ζω τη νύχτα . Ανοίγω μια πόρτα στον τοίχο με μια ξεχασμένη κιμωλία που έχω από το δημοτικό , ζωγραφίζω κι ένα πόμολο και σπρώχνω προς τα πίσω . 'Υστερα μπαίνω σε ένα λαγούμι σαν κι αυτό της Αλίκης , μόνο που είμαι μόνη , δεν κυνηγώ κανένα λαγό. Δεν με πιέζει ο χρόνος , έχω όλη τη νύχτα μπροστά μου. Ωστόσο σήμερα , αισθάνομαι ότι κάτι άλλο , μεγάλο θα μπορούσε να συμβεί. Να 'ναι που αλλάζει ο χρόνος τάχα; Ίσως . 
        Μπαίνω σε ένα δωμάτιο πρώτα , κάπως μικρό , φορτωμένο με πράγματα . Στριμώχνομαι κάθε φορά και πασχίζω λίγο να περάσω μέσα από τους σωρούς αλλά τελικά τα καταφέρνω. Στους τοίχους κρέμονται άτσαλα και στραβά φωτογραφίες. Δε μπορώ πάντα να τις δω καθαρά , δείχνουν πρόσωπα που τα ξέρω ωστόσο και μάλλον δεν αντέχω να τα αναγνωρίσω. Πάντα με πιάνει άγχος σε αυτό το δωμάτιο. Τα πράγματα θα φταίνε. Καμιά φορά με τραυματίζουν και ξυπνάω με πόνους. Έτσι το προσπερνάω γρήγορα , γιατί βιάζομαι να ζωγραφίσω τη δεύτερη πόρτα , μια πιο μεγάλη. Ανοίγω και κατεβαίνω μια σκάλα .
        Είναι στριφογυριστή αλλά δεν ζαλίζομαι. Καμιά φορά αν έχω όρεξη γλιστράω προς τα κάτω από την κουπαστή. Σήμερα όμως δε θα το κάνω , θα κατεβώ προσεκτικά. Είναι όλα από πέτρα τριγύρω , μου θυμίζει κάστρο κι έτσι αντί για φως , ανάβω ένα κερί που με περιμένει πάντα εκεί και μου γαργαλάει το χέρι καθώς κατεβαίνω κάτω κρατώντας το. Αυτή η σκάλα δεν ανεβαίνει . Πηγαίνει μόνο προς τα κάτω . Στο τέρμα της περιμένει ένας χώρος σαν μεγάλος καθεδρικός ναός. Ή τουλάχιστον έτσι διαγράφεται στην ατμόσφαιρα, γιατί στην πραγματικότητα είναι όλα σε τόνους μπλε ή σκούρο πράσινο. Κάτι σαν ζαφειρί χρώμα τέλος πάντων και πρέπει να προχωρήσω πολύ για να αρχίσει να φωτίζεται ο χώρος. Διασχίζοντας το δάπεδο , βλέπω πως έχει μορφή σκακιέρας χωρίς πιόνια. Καμιά φορά αν έχω χρόνο για χάσιμο , παίζω φανταστικές παρτίδες , χωρίς πάντα να κερδίζω αν και πολλές φορές τις αφήνω στη μέση. Μου αρέσει να παίζω στη θέση του ιππότη αλλά είναι δύσκολο ακόμα και για μένα να ανέβω σε φανταστικό άλογο κι έτσι καταλήγω να παίζω στη θέση του πύργου. Δεν θα τολμούσα να διανοηθώ να πλησιάσω μια βασίλισσα.
       Κάνει κρύο , γιατί εκτός από τους τοίχους ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας , δεν υπάρχει τίποτε άλλο . Είμαι μόνη. Ή σχεδόν μόνη . στο τέρμα της αίθουσας αισθάνομαι μια μυστηριώδη παρουσία . Στο βάθος στέκεσαι  εσύ, ένα γυάλινο άγαλμα .  Πλησιάζω και σε περιεργάζομαι όπως την πρώτη φορά. Ξέρεις τι; Έχω την εντύπωση ότι δεν ήσουν πάντα γυάλινος. Τις προάλλες θα ορκιζόμουν πως ήσουν φτιαγμένος από πάγο , ή μήπως ήτανε χαρτί; Ξεχνάω. Όμως μετά πηγαίνω κοντά και αγγίζω το πρόσωπο σου με τα χέρια μου θέλοντας να εξερευνήσω ένα ψεύτικο πρόσωπο που μοιάζει ώρες ώρες πιο αληθινό από το δικό μου. Είσαι ένας όμορφος νέος . Σε έκανα πολύ όμορφο, στο λέω συχνά. Είσαι λίγο πιο ψηλός από μένα , κι αν στέκεσαι λίγο άτσαλα , φαίνεσαι δυνατός . Είσαι πάντα καλά ντυμένος και έχεις μια στάση του σώματος σαν να μην ξέρεις που να βάλεις τα χέρια σου. Έχει ένα μικρό πεζούλι στη βάση σου. Ανεβαίνω επάνω και συνήθως φέρνω τα τακούνια μου για να σε φτάσω πιο εύκολα. Ακουμπώ επάνω σου , σε αγκαλιάζω. Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές έχω περάσει όλη τη νύχτα μιλώντας σου για ό,τι μου κατεβαίνει στο κεφάλι. Μόνο που’σαι άχρωμος, αυτό είναι το παράπονο μου. Τι χρώμα να είναι αυτά τα μάτια άραγε;
       Νιώθω τόσο ελεύθερη εκεί , κι ας έχω συνέχεια την ίδια εφιαλτική αίσθηση ότι όπου να ‘ναι θα με τυλίξουν μεταλλικές βαριές αλυσίδες και θα με σφίξουν πάνω του ώσπου να σκάσω. Παρ'ολα αυτά μένω εκεί και προσπαθώ να φανταστώ τι θα μου έλεγες αν ήταν ζωντανός. Κοιτώ στα μάτια σου και βλέπω μόνο το είδωλο μου. Ειδικά σήμερα σε αυτό το γυαλί, με βλέπω πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά. 
      Περίεργο , τινάζομαι ανά διαστήματα, σαν να με ταράζουν χτύποι . Μοιάζουν με μεγάλο ρολόι,
από αυτά που ξεχωρίζουν , με το εκκρεμές. Αισθάνομαι μια τεράστια μηχανή κάπου εκεί κοντά να δημιουργεί δονήσεις και κύματα και θόρυβο , πολύ θόρυβο. Δεν το βλέπω πουθενά κι όμως το ακούω σε όλο μου το κορμί να χτυπάει αργά και σταθερά. Μα ναι , σε λίγο αλλάζει ο χρόνος. Μοιράστηκα τη σκέψη μου μαζί σου, δεν μπορώ να κουνηθώ από τη θέση μου. Δεν το επιθυμώ. Ένιωσα κάτι να με σπρώχνει για μια στιγμή , λες και με απώθησες με τα χέρια σου , μα ήσουν ακόμη ακίνητος.
    "Θα πρέπει να είσαι σημαντικός , πιθανότατα πιο έξυπνος από μένα , μα ό,τι κι αν είναι δεν μπορώ να σε φανταστώ κάπου αλλού , εκτός από δω , μαζί μου."
       Μόλις άγγιξα τα χείλη σου,  είχες ήδη ραγίσει.



(συνεχίζεται...)
   

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

To Φάντασμα της πόλης


           Το χώμα μυρίζει όπως εχθές . Όλα βρεγμένα , γυαλίζουν κάτω από το φως. Είναι πρωί , πολύ πρωί , πού να προλάβει ο ήλιος να μας στεγνώσει. Κι εδώ που σε έχω φέρει μάτια μου , μόνο να μας κάψει μπορεί. Αν ήσουν εδώ να περπατήσεις μαζί μου , θα σου δινα το μπράτσο μου να το κρατάς . Μα δεν πειράζει , θα συνεχίσω να ανηφορίζω τον πεζόδρομο με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του παλτού μου , και θα αφήσω επίτηδες το δεξί μου χέρι λίγο πιο έξω , σαν να παίζουμε πάλι με την Ιδέα σου το παιχνίδι της αρπαγής. Με προλαβαίνει πρώτη.
          Δες εδώ , να εδώ , αυτή την ευθεία που σήμερα για μένα είναι ανηφόρα κι αύριο θα πρέπει να την κατέβω από την αρχή. Πάνω στο πλακόστρωτο έχω ρημάξει τα καλύτερα μου παπούτσια κι έχω την αξίωση να περηφανεύομαι ότι δεν το κάναμε μαζί. Δεν έχεις περπατήσει ποτέ σε αυτό το δρόμο, δεν έχεις στρίψει ποτέ σε εκείνο το στενό, δεν έχεις μοιραστεί την πρωινή ομίχλη με τους τρελούς οδηγούς , δεν έχεις μυρίσει ποτέ τον αέρα αυτής της πόλης. Δεν έχεις έρθει ποτέ εδώ. Δεν είσαι από δω.
         Κοίτα εκεί . Εκεί ντε! Παραλίγο να δείξω με το χέρι. Σε βλέπω απέναντι μου, είσαι η κοπέλα που κάθεται στο παρκάκι , αυτή που με προσπερνάει όταν είμαι στο δρόμο, μια άλλη που σταματάει στο περίπτερο , ή εκείνη από το τμήμα του άλλου κτιρίου που τη βλέπω πού και πού και μιλά και γελά σαν εσένα Ή εκείνη τη φορά που σταμάτησα μια τύπισσα στο μετρό και δε θυμάμαι σε ποια γλώσσα της ζήτησα συγνώμη. Κι ενώ έχω πετάξει μια για πάντα το σεντούκι μας στη θάλασσα , είμαι ακόμα παντρεμένος με τη σκιά σου , αφού ό,τι ξένο βρω το κάνεις διφυές , κι ακόμη εγώ , που πάντα έλεγες πως μοιάζω με το φως, γίνομαι πιο κλειστός και σκοτεινός και ως το ξημέρωμα σου έχω μοιάσει .                       
          Να τώρα βρέχει. Σαν να σε βλέπω απο μια μεριά να ρίχνεις το νερό εσύ . Όπως εμφανίζεσαι κι εξαναφανίζεσαι , έτσι κι αυτή . Αρχίζει ελαφρά και μας παιδεύει με τα χάδια για ώρες , ύστερα σταματάει, μας κρατάει ακίνητους , αφυδατωμένους , κι ύστερα αρχίζει ξανά χωρίς ποτέ να δυναμώνει. Ίσα να μας κάνει για υποκατάστατο. Ήρθα εδώ γιατί μου έλειπε το νερό του ουρανού, το λαχταρούσα , το λάτρευα ούτε που ένιωθα ποτέ τη μελαγχολία του. Μα έτσι είμαστε εμείς. Ξεκινάμε γυμνοί και στο τέλος αλυσοδενόμαστε με την ομπρέλα παραμάσχαλα.
       Μείνε λίγο ακόμα μαζί μου, σχεδόν έφτασα. Σε λίγο μπορείς να φύγεις πάλι. Θα πάρεις το άρωμα σου που χει αποτυπωθεί στη μνήμη μου και θα το σκορπίσεις στον αέρα λίγα λεπτά πριν μέχρι να το συνηθίσω . Ίσως θυμηθώ και κάνα φιλί , μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο , από αυτά τα άτσαλα , τα βιαστικά. Αυτά θα τα βρεις πάνω πάνω . Φτάσαμε. Περίεργο, σχεδόν φαντάζομαι τώρα και διπλά ίχνη λάσπης στο πατάκι.  Τώρα όπου να σαι θα μετρήσω αντίστροφα. Πάντα σε τυχαία σειρά. Κι όπως θα στέκομαι μονάχος πίσω από την πόρτα και θα κλειδώνω δυο φορές , εσύ θα χεις ήδη στοιχειώσει τον επόμενο περαστικό. Λίγο ακόμα , κάθε φορά , άλλο λίγο. Φοβάμαι πως τελειώνει ο χρόνος μας. Δεν έχω πει ακόμα κουβέντα.
Μα θέλω τόσα να σου πω και τα αστέρια δε γελάνε. Αύριο πάλι.

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Timi the Bot

         Καλησπέρα σε όλους. Σας έχω κάτι πολύ ξεχωριστό να μοιραστώ σήμερα . Πριν μερικούς μήνες μια κοπέλα που ανήκει σε μια μαθητική κινηματογραφική ομάδα της Αμερικής μου έστειλε μήνυμα στο λογαριασμό μου στο deviant art λέγοντας πως ένα σχέδιο μου ενέπνευσε αυτήν και την ομάδα της για το θέμα της εργασίας τους : την πρώτη τους ταινία. Την ευχαρίστησα φυσικά , κι ύστερα το ξέχασα , δεν έδωσα πολύ σημασία μη θεωρώντας ότι θα μπορούσε όντως να συμβεί.
        Κι όμως , λίγες μέρες πριν έλαβα ένα μήνυμα με ένα σύνδεσμο στο youtube και δυο τρεις αράδες της κοπέλας να μου λέει πως εκπλήρωσε την υπόσχεσή της να μου στείλει την ταινία μόλις την τελείωναν. Μια ταινία μικρού μήκους (πολύ μικρού !) για ένα ρομπότ τον Τίμι , που βιώνει τη μοναξιά μέσα στο κάστρο του. 
        Δε χρειάζεται να πω πολλά. Ήθελα μόνο να μοιραστώ αυτό το βίντεο μαζί σας ως απόδειξη τόσο για μένα όσο και για σας , ότι όσο δοκιμάζουμε νέα πράγματα κι όσο συνεχίζουμε να εκφραζόμαστε , ανακαλύπτουμε πιο πολύ τον εαυτό μας και επιπλέον ότι η σπίθα μέσα μας μπορεί να γίνει η αφορμή να ανάψουν κι άλλες έστω μικρές , ανεπαίσθητες και λιθαράκια , ψήγματα όπως μια απλή ιδέα ή μια έμπνευση ή ένας λόγος , παίρνουν ισότιμα και αξιότιμα θέση σε μια σειρά γεγονότων , ακόμη και στην άλλη άκρη του πλανήτη. 
Και γιατί όχι; 

Ορίστε ο σύνδεσμος λοιπόν : http://www.youtube.com/watch?v=1aEbN8XUOD4



Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

B.allon R.ouge

       Περπατούσα για ώρες μες τη νύχτα χωρίς σταματημό. Τα πέλματα μου είχαν ματώσει πάνω στα τακούνια μου που με άνεση αποτελούσαν το μοναδικό ήχο σε όλο το δρόμο. Ψυχή πουθενά. Μόνο εγώ και οι γόβες μου να βηματίζουν μια αδιάφορα και μια βιαστικά. Δε θυμάμαι από που ξεκίνησα , σαν να είχα ένα κενό μνήμης , σαν να με τοποθέτησε κάποιος ξαφνικά στη μέση της οδού ενώ ήδη περπατούσα υπνωτισμένη στον αέρα. 
        Είχε ένα κρύο πρωτόγνωρο και καθώς προχωρούσα η υγρασία διαπερνούσε το καλσόν αλλά και το γούνινο παλτό μου. Το έσφιξα δυνατά πάνω μου και η παγωμένη μου ανάσα κρυσταλλώθηκε τη στιγμή της γέννησης της. Και εκεί που απελπισμένη κοιτούσα γύρω γύρω ξάφνου το είδα. Το μικρό ξανθό αγοράκι με το κόκκινο μπαλόνι! Έτρεξε κοντά μου και προσπάθησε να χωθεί κάτω από τη γούνα μου. Το μπαλόνι όμως δε χωρούσε. Πάλεψε λιγάκι , τρίφτηκε , έκανε δυο σβούρες γέλασε λιγάκι και έπειτα το έσκασε πάντα με το μπαλόνι του στο χέρι. Το ακολούθησα αμέσως , έτρεχα πάνω στο πλακόστρωτο με τις γόβες μην τυχόν και το χάσω μόλις έστριβε στη γωνία. Κανείς άλλος τριγύρω , μάρτυρας μου μόνο το τακ τακ και το μισοσπασμένο μου τακούνι.
       Ύστερα από λίγο το είδα κάπου στο βάθος που σταμάτησε. Μας χώριζε μόνο μια ολιγόμετρη ευθεία. Έφτασα να τον συναντήσω έξω απο ένα κτίριο , γνώριμο , παλιό. Ένα ξενοδοχείο ήταν , κι έτσι μες τη μαύρη νύχτα όπως το κοιτούσα σαν να μου φάνηκε στοιχειωμένο. Μόλις έκανα να μιλήσω στο αγοράκι και να το πιάσω , αυτό τραβήχτηκε γέλασε παιδικά , μπήκε μέσα και χάθηκε ξανά. Φοβήθηκα λιγάκι κι ανατρίχιασα , μα δεν είχε επιλογή από το να ακολουθήσω.
         Μπαίνοντας μέσα κατάλαβα γιατί το μέρος μου φαινόταν τόσο γνώριμο. Είχα ξανάρθει . Δεν θυμάμαι ακριβώς αλλά το αισθανόμουν ότι ήταν πιο πρόσφατα από όσο γνώριζα. Κι ενώ ο χώρος και τα έπιπλα μου φαίνονταν τα ίδια , κάτι στην ατμόσφαιρα είχε αλλάξει. Ο χώρος ήταν σκοτεινός , οι τοίχοι σκούρο μπλε , ίσως και βαθύ πράσινο που με το αμυδρό φως ήταν πιο τρομακτικοί και ένα μεγάλο κόκκινο χαλί στρωμένο κατά μήκος οδηγώντας στη ρεσεψιόν. Όσο προχωρούσα διστακτικά , άναβαν διάσπαρτα κεριά πάνω σε κηροπήγια από άλλη εποχή , δείχνοντας μου το δρόμο. Το τελευταίο κερί φώτισε το κουδουνάκι πάνω στο γραφείο. Δεν έβλεπα τίποτε άλλο κι έτσι δεν είχα επιλογή παρά να το πατήσω .Δίστασα λίγο και με χέρι που έτρεμε το πάτησα. Με το που ακούγεται το σκουριασμένο ντριν άξαφνα φώτισε το πίσω μέρος του γραφείου κι εμφανίστηκε ως ρεσεψιονίστ ένας τρομακτικός τύπος με κόκκινη στολή , χρυσά κουμπιά και έντονα βαμμένο πρόσωπο με άσπρη μπογιά ή πούδρα σαν φάντασμα. Φορούσε κι ένα μπλε-κόκκινο καπέλο. Τινάχτηκα απότομα κι έκλεισα τα μάτια μου.
        Όταν τα άνοιξα συνειδητοποίησα πως τα στρογγυλά μαύρα μάτια του δεν με κοιτούσαν καν . Ήταν ακίνητος σαν άγαλμα , λες και ήταν παγωμένος στο χρόνο , σφηνωμένος στο πάτωμα σαν μια κούκλα βιτρίνας. Αλλά σε πολύ πιο φρικαλέα εκδοχή. Η παγωμένη έκφραση του δεν υποδείκνυε τίποτε αλλά το δεξί του χέρι κρατούσε ένα λευκό χαρτί . Πήγα να το πάρω από το χέρι του και το έβγαλα με κόπο , αφού έμοιαζε να είναι κολλημένο ανάμεσα στα δάχτυλά του μα μόλις το κράτησα στα χέρια μου και έριξα μια ματιά άρπαξε φωτιά . Το πέταξα ενστικτωδώς από το χέρι μου και το άφησα να γίνει στάχτη μπροστά στα μάτια μου. Ευτυχώς είχα απομνημονεύσει το μήνυμα.
"308".
           Ο διάδρομος δίπλα μου φωτίστηκε και τα φώτα πίσω μου έσβησαν. Σαν να αιωρούνταν τώρα δυο τρια κεριά μπροστά μου και να οδηγούν τον δρόμο. Προχωρώντας βήμα βήμα έσπασε η σιωπή από κάτι γέλια. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν το παιδί μα όταν έστρεψα το κεφάλι είδα πως περνούσα έξω από την τραπεζαρία. Το φως σταμάτησε μαζί μου να προχωρά. H αίθουσα φώτισε από τα πλάγια και ο βαρύς μεγαλόπρεπος πολυέλαιος στο κέντρο της οροφής μισοφώτισε. Τα στρογγυλά μεγάλα τραπέζια ήταν γεμάτα σαν να χε κάποια γιορτή . Όλες οι θέσεις ήταν πιασμένες εκτός από μία κάπου στο κέντρο. Παρόλη τη σκοτεινιά και το μυστήριο του σκηνικού εδώ η ατμόσφαιρα ήταν πιο ζεστή και γιορτινή όσο γινόταν. Άκουγα γέλια και ζωηρές συζητήσεις , μεθυσμένους και κουτσομπολίστικους ψίθυρους κι ύστερα από λίγο είδα ότι κανείς δεν κουνιόταν. Έμοιαζαν όλοι να συζητούν , να γιορτάζουν , κοιτούσαν δεξιά κι αρίστερά , γυρισμένοι εμπρός και πίσω , ο ένας πάνω στον άλλον αλλά δεν κινούνταν ούτε το σώμα τους ούτε τα χείλη τους. Οι ομιλίες που άκουγα φάνταζαν σαν ένα γραμμόφωνο που έπαιζε πίσω από την πόρτα αντί για μουσική. Τίποτα ωστόσο δεν φαινόταν να διαταράσσεται από την παρουσία μου , τόσο που όταν έκανα μερικά βήματα προς τα μπρος και κινήθηκα ανάμεσα στον κόσμο , τίποτε δεν άλλαξε σαν ήμουν αόρατη στα μάτια τους ή να ήταν αόρατοι αυτοί. Ημιδιαφανείς. Ξένοι. Κι όμως κάτι μου θύμιζαν... Μέσα στη ζάλη , σε μια τόσο δα παύση , ξεχώρισα ανάμεσα στους ήχους το γνωστό γέλιο του αγοριού. Έψαξα με το βλέμμα μου τριγύρω και τελικά ανίχνευσα το κόκκινο μπαλόνι να ξεγλιστρά από την τραπεζαρία πάλι πίσω στο διάδρομο. Το ακολούθησα αναπόσπαστη αυτή τη φορά και δεν πρόσεξα παρά αργότερα ότι η πόρτα πίσω μου έκλεισε αθόρυβα.
          Τρέχοντας έφτασα στο τέρμα όπου με περίμενε ένα ανανσέρ. Κατέβαινε από τον τρίτο. Μόλις άνοιξαν η πόρτες είδα έναν άντρα σαν κι αυτόν στη ρεσεψιόν. Τα ίδια ρούχα , ίδιο στήσιμο, ίδιο μακιγιάζ , ίδια φρίκη...Στάσου. Δε μπορεί να ήταν ο ίδιος ! Μπήκα μέσα και στάθηκα αμίλητη. Όπως το περίμενα δεν κινήθηκε ούτε μια στιγμή. Παγωμένος κοίταζε ευθεία. Οι πόρτες έκλεισαν αυτόματα και το κουμπί για τον τρίτο όροφο ενεργοποιήθηκε μόνο του. Το μακρύ μανίκι του φορέματος μου πιάστηκε και σκίστηκε ένα κομμάτι κι ο γυμνός μου καρπός μου αποκάλυψε ένα τατουάζ με καλλιγραφικά γράμματα "Μόνο οι ξένοι γνωρίζουν καλοσύνη". Το μόνο που ακουγόταν όσο ανεβαίναμε ήταν ο ανατριχιαστικός ήχος του σκουριασμένου σύρματος και το τρίξιμο του δαπέδου. Μόλις φτάσαμε όρμησα έξω από το ασανσέρ και προχώρησα λίγα μέτρα στο σημείο διασταύρωσης δύο διαδρόμων. Ο ένας ήταν πιο φωτεινός από τον άλλον. Έριξα μια ματιά στις πόρτες , από τα δεξιά ανέβαινε από το 350 και από αριστερά κατέβαινε. Πήγα αριστερά .
          Κάτι με εμπόδιζε να τρέξω. Μια δύναμη ή μια κρυφή παρουσία που περπατούσε μαζί μου κι έκανε τα βήματα μου όσο πιο αργά γινόταν για να με αναγκάσει να παρατηρήσω το διάδρομο με όλες μου τις αισθήσεις . Τη βρωμιά , το σκοτάδι, το φτηνό γυναικείο άρωμα που είχε ποτίσει το χαλί...Και σαν η μυρωδιά του να είχε τη μαγική ιδιότητα να φέρνει στη μνήμη μου ένα ένα όσα είχα ξεχάσει . Κι όσο περνούσε η ώρα τόσο θυμόμουν κι ένιωθα πως ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Προχώρησα πια με σίγουρα και σταθερά βήματα στο 308.
          Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και στο πάτωμα μια σειρά από θρύψαλλα οδηγούσαν σε ένα σπασμένο ποτήρι κόκκινο κρασί. Ένα κουβάρι τα σεντόνια του κρεβατιού πιο πέρα και πάνω στο κρεβάτι ένας άντρας κοιμόταν . Στην άλλη άκρη του δωματίου η πελώρια τζαμαρία ήταν ανοιχτή και μια γυναίκα στεκόταν και κοιτούσε από κάτω. Ημουν εγώ. Εγώ κοιτούσα. Μόλις ξεστόμισα ψιθυριστά αυτές τις λέξεις η μορφή μου , ό,τι ήταν αυτό, αιωρήθηκε για λίγα λεπτά και με πήγε πιο κοντά της , ώσπου μπήκα μέσα στο ίδιο σώμα κι έβλεπα από τα ίδια μάτια. Ένας περίεργος μεταμεσονύχτιος αέρας μου φυσούσε τα μαλλιά. Ο άνδρας ξύπνησε και σηκώθηκε κοιτώντας με στα μάτια. Τον κοίταξα και του ανταπέδωσα το αποχαιρετιστήριο χαμόγελο . Γύρισα πάλι το βλέμμα προς τα κάτω και είδα ένα μικρό ξανθομάλλικο αγόρι να γελάει και να με χαιρετάει κρατώντας ένα κόκκινο μπαλόνι. Άνοιξα τα χέρια μου και το ακολούθησα.

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Black & White Sinatra



        Ιππεύαμε πολλές ώρες. Το άλογο μου είχε κουραστεί και μπορούσα να ακούσω τη γρήγορη ανάσα του δικού του. Όμως εμείς σαν να ξεχαστήκαμε , μας πήρε πάλι το βράδυ σαν να μη μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο από το να καλπάσουμε, να τρέξουμε ως το πρωί. Να μιλάμε ατελείωτα κι άλλοτε χωρίς να μιλάμε. Κι οι βόλτες πάντοτε τόσο ωραίες! 
          Δεν μου έμαθε ποτέ πώς να ιππεύω . Αν δεν τον είχα δει την πρώτη φορά πάνω στο άλογο του να ζηλέψω, ούτε που θα μου μιλούσε ποτέ για αυτό. Με είχε αφήσει να πέσω μια φορά. Αλλά ποτέ δεν έλεγα όχι όταν παραβγαίναμε. Πάντοτε κέρδιζε εκείνος... κι εγώ, εγώ απλά χαιρόμουν αυτή την απροσδόκητη γεύση ελευθερίας μαζί του. 
"Παραβγαίνουμε μέχρι τον λόφο; Εκεί κάτω από την Ιτιά." είπε κι άρχισε να τρέχει. Ήξερα πόσο όσο κι αν ακουγόταν σαν ερώτηση άλλο τόσο δεν ήταν. Ζορίζοντας τα ζώα , ήμασταν ελεύθεροι πάλι , ζωντανοί κι έτσι όπως μας έβλεπα , αυτός με το μαύρο πουκάμισο και το καπέλο που τόσο αγαπούσε και μένα με το άσπρο μου φόρεμα , γύρισα πίσω σαν ήμασταν παιδιά. Παίζαμε σαν ξεκούρδιστα πάνω στα ξύλινα αλογάκια μας. Εγώ ήμουν πέντε και εκείνος έξι. Ό,τι και να παίζαμε πάντα γελούσε και κέρδιζε εκείνος. Στα μαύρα πάντοτε κι εγώ στα λευκά. Και τι σύμπτωση, φορούσα ίδιο φόρεμα σαν απόψε. Παράξενο.
          Χωρίς να το καταλάβω φτάσαμε απρόσμενα στην ιτιά κι ανεβήκαμε το λόφο. Κατέβηκε από το άλογο , με τρόπο τέτοιο ώστε ήταν σίγουρος πως θα τον μιμηθώ. Έτσι όπως τον ζωγράφιζε στα μάτια μου ο αέρας με ταξίδεψε στις εποχές που ήρθαν μετά , που άλλαξε ο καιρός και μπορούσα να του πω πως είναι δικός μου. Τον πλησίασα και του το πα ξανά, έκπληκτη από το πόσο σαγηνευτικά μπορούσα να προφέρω αυτές τις λέξεις. Χαμογέλασε μόνο με τα χείλη. Είχε ένα βλέμμα ατάραχο , μαγικό. Με πλησίασε και άρχισε να περπατά κυκλικά γύρω μου. Όταν έφτασε πίσω μου, σταμάτησε αθόρυβα. Τόσο κοντά ήταν που η ανάσα του μπορούσε να με αρπάξει.
"Θυμάσαι που παίζαμε μικροί;" Ρώτησε. Γύρισα προς το μέρος του με φόρα να του απαντήσω με το καλύτερο μου φιλί πως φυσικά και θυμάμαι. Bang Bang. ; Έπεσα στο έδαφος. Δεν ξέρω αν ήταν αυτος , η σκανδάλη ή το φεγγάρι αλλά είχα μια λάμψη στα μάτια μου και δε μπορούσα να δω.  Είχε κολλήσει όμως στα αυτιά μου αυτός ο φριχτός ήχος , λες κι έπαιζε επανειλημμένα. Ξανά και ξανά. Ο κρότος. 
         Με βλέπω. Είμαι ακόμα εκεί , τον παρακολουθώ αδιάκριτα καθώς ανεβαίνει στο άλογο του και απομακρύνεται. Δεν βιάζεται , πηγαίνει αργά. Έφυγε χωρίς να πει "Αντίο". Δεν έκανε καν τον κόπο να μου πει ψέματα. Του έφτασε μόνο να με σκοτώσει. Bang Bang Αχ αυτός ο φριχτός ήχος! Όχι στάσου... Τώρα σαν να ακούω κάτι μου μοιάζει με μουσική...ανθρώπους, ακούω ανθρώπους να τραγουδάνε ή και να ψάλλουν δεν είμαι σίγουρη. Και τώρα που κάπως καθάρισε η όραση μου και μπορώ να δω, είμαι ακίνητη κι ανήμπορη να σηκωθώ κι εκείνος έχει πια εξαφανιστεί. Και δεν ξέρω γιατί, δε μπορώ να το εξηγήσω , αλλά να, οι καμπάνες της εκκλησίας που άκουγα εχτές , τώρα θα ορκιζόμουν χίλιες φορές πως κάθε χτύπος φώναζε μέσα μου δυο λέξεις. Bang Bang.
        

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Το παράδοξο του κατα φαντασίαν ασθενή

      Κάπως έτσι , που λες. Γίνομαι άλλη όταν ονειρεύομαι και άλλη αν ενεργώ. Ίσως δεν είσαι εσύ αυτός που χρειάζομαι,μα , τελικά , μόνο το φάντασμά σου. Δεν είναι πολύ κολακευτικό , μα φαντάσου τον εαυτό σου σαν ένα μηχάνημα υποστήριξης , όπως εκείνα που που κρατούν στοιχειωδώς τον ασθενή στη ζωή. Ο καθρέφτης είναι το νοσοκομείο μου και τα όνειρα μου το μαξιλάρι στο κρεβάτι μου. Όχι όχι μη νομίζεις , δεν είναι όλα άσπρα, έχω σχέδια στα σεντόνια μου και αυτοκόλλητα στους τοίχους αλλιώς θα αρρώσταινα . Και δίπλα μου , κάνεις θόρυβο. 
        Δίπλα στο κομοδίνο ο προηγούμενος ξέχασε να πάρει τα λουλούδια του. Δεν πειράζει όμως , γιατί σε μένα έχουν χρόνια να φέρουν , κι αυτά όλα , τα κοιτώ ακόμη κι αν δεν μπορώ να τα μυρίσω , μονάχα θυμάμαι πώς είναι. Για αυτό μάλλον είναι που χρειάζομαι κάποιον /κάτι σαν κι "εσένα" . Είσαι κι εσύ σαν ένα βάζο με λουλούδια -τα αγαπημένα μου ; θα ρωτήσεις, δε θυμάμαι- πάντως σίγουρα σε άφησα σε κάποιο άλλο δωμάτιο. 
       Ο θόρυβος από το κρύο μηχάνημα ακούγεται πιο έντονα όταν γέρνω το κεφάλι στο μαξιλάρι και προσπαθώ να κοιμηθώ. Κι όντως κάνεις πολύ καλή δουλειά γιατί μέχρι να ξυπνήσω νομίζω πως όντως κοιμάμαι. Μα σε βλέπω σαν σκιά κι εγώ πρέπει κάπως μέσα απο αυτή τη σκιά να διαβάσω πως κάπου , κάποτε , κάπως , κάτι είχα κι εγώ νιώσει. Συν , ότι έχω τη δυνατότητα να διατηρήσω υποθηκευμένη την ανάμνηση , αυτό το σκονισμένο κομμάτι , έστω φυλακισμένο, έστω παραλλαγμένο για να ταιριάζει με τα χρώματα του δωματίου μου. Να θυμάμαι πως κάπου, κάποτε, κάπως , κάτι είχα νιώσει.
       Μου'χουν πει πως καμιά φορά ματώνουμε μόνο και μόνο για να νιώσουμε πως είμαστε ζωντανοί. Είμαστε; Δεν υπολόγισα τότε σωστά την ποσότητα του αίματος μα είμαι; Γι αυτό σου λέω, είσαι εκεί σαν ιδιάζουσα παρουσία και ταυτόχρονα μια πιο ιδιάζουσα απουσία , ένα παράδοξο που μου λέει ότι κάποτε η ανάσα μου ήταν πιο ζεστή , σχεδόν διφυής, ότι υπήρξε χειμώνας που τα χέρια μου δεν ήταν ποτέ παγωμένα, ότι η άνοιξη δεν ήταν "απλά όμορφη" κι ότι η γη τη νύχτα ήταν σαν λούνα παρκ. 
       Κρατώ γερά , γιατί αλλιώς ο κόσμος μου είναι μικρός και γέρνει. Κι αν δεν γράψω σήμερα, ξέρω δε θα ξαναγράψω ποτέ ξανά.  Το "ποτέ πια" που είπε το Κοράκι * 

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Πετρανάσα

   Aυτή η αίσθηση που σε θέλει ακίνητο , αγαλμάτινο σε πρινη θέση ναι κοιτάς γύρω γύρω με το ένα μάτι γεμάτο απορία , φόβο , αμφιβολία, όνειρο, νοσταλγία, πόνο  και το άλλο φωτιά , τόλμη, παρόρμηση , θυμό , ενέργεια , σπιρτάδα, αποφασιστικότητα , αίμα και θάρρος. Τα χέρια σιδηρογροθιές , έτοιμα να χτυπήσουν το σκοτεινό , το άδικο , το λάθος . Τα πόδια μαρμαρωμένα καθηλωμένα στη θέση τους . Μόνο τα γόνατα να μπορείς να λυγίσεις , οι πατούσες να μην κινούνται. Κι εσύ να μη θες να λυγίσεις, να μαστιγώνεις και να τρυπάς με μαχαίρι τα πόδια σου για να ξυπνήσεις τους υπνωτισμένους σου νευρώνες , να κουνηθείς , να φύγεις .

  Μέσα κι έξω , φωνάζεις χωρίς να ακουγονται οι κραυγές, ματώνεις χωρίς να κυλάει πουθενά το αίμα , έχεις τα χέρια καθαρά και συνείδηση αδειανή ή πλήρης . Και πού να πας, πώς να πας , με ποιον να πας....Πώς να πολεμήσεις , τι να πολεμήσεις , ποιον να πρωτοπολεμήσεις...Πού πήγαν τα φτερά σου , τα έχασες , τα βρήκες , είναι σπασμένα , δεν κολλούν , δεν ξαναμπαίνουν στην πλάτη. Βρες άλλο τρόπο να πετάξεις. Βρες αλλιώτικα φτερά , οι άγγελοι δε ζουν εδώ πια. Όποιος γεννιέται τον σκοτώνουμε ή αυτοκτονεί.  Και δεν ξέρεις να σταματήσεις αυτήν την εσωτερική πάλι , δεν ξέρεις πώς ξεκίνησε και πού θα σταματήσει , τι μπορεί να ξυπνήσει αύριο , κι αν όλα κοιμούνται πάλι ...Πώς να φύγεις από δω και πού να πας... Τα μάτια σου είναι οι χειρότεροι τιμωρία . Μόνο να κοιτούν μπορούν. Οι γροθιές είναι η χειρότερη τιμωρία σου. Χτυπάς άσκοπα χωρίς να πετυχαίνεις . Τα πόδια είναι η χειρότερη τιμωρία σου , όσο κι αν θες κάποιος κάτι τα σφήνωσε στη θέση τους και ο κόσμος μέσα και έξω σου λέει με χαρακτηριστική χροιά " Ας παίξουμε ένα παιχνίδι."
 Και μου θυμίζει ένα παραμύθι που άκουγα παλιά , από τους Γκριμ πρέπει να ήταν πάλι, για κείνο τον υπηρέτη που όσο έλεγε την αλήθεια , τόσο πέτρωνε , γινόταν άγαλμα. Έτσι πρέπει να πηγαίνει κι εδώ, από τα πόδια και προχωρά προς το κεφάλι.

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Πορσελάνη

ένας από τους πρώτους αυτοσχεδιασμούς μου στο γράψιμο. Δύο χρόνια πριν περίπου. Αυτό θέλω να μοιραστώ σήμερα. Ας μιλήσουμε για πορσελάνες.



Κοιτούσε κάθε μέρα τον καθρέφτη. Στο δωμάτιο είχε πάντα σκοτάδι.Δεν καταλάβαινε τίποτε. Προσπαθούσε να αντικρίσει ξανά το χαμένο είδωλο στο γυαλί κι όμως, η αντανάκλαση είχε χαθεί. Γυρνούσε δεξιά κι αριστερά, έκανε σβούρες , ζαλιζόταν από τις στροφές, έκανε γκριμάτσες, έκανε φασαρία, πηδούσε πάνω κάτω , φώναζε, ούρλιαζε...Τίποτα. Το είδωλο δε φαινόταν πουθενά.Στο τέλος τσατιζόταν σκέπαζε τον καθρέφτη και έβγαινε από το δωμάτιο κι άφηνε να την ταλανίζει η απορία και η απόγνωση που δε μπορούσε ούτε να ξεφορτωθεί ούτε να εξηγήσει.

   Κάποιο βράδυ, αφού επανέλαβει ξανά τη διαδικάσια, πλησίασε το γυαλί με δακρυσμένα μάτια και ακούμπησε την παλάμη και ψηλάφισε το υλικό. Τόσο αδιάφανο και ταυτόχρονα τόσο διαυγές. "Γιατί χάθηκες; μου λες;"  είπε με απόγνωση. Δεν πήρε καμια απάντηση. Ο καθρέφτης παρέμενε το ίδιο σκοτεινός, αόριστος...σιωπηλός. Τότε , το παράπονο μετατρέπηκε σε οργή , οδηγώντας το χέρι με φόρα και δύναμη επάνω στον καθρέφτη. Τα κομμάτια σκορπίστηκαν στο πατωμα. Με το πρόσωπο πνιγμένο από τα δάκρυα άρχισε να μαζεύει τα κομμάτια . Τελικά βρέθηκε μπροστά ,ένας σωρός από θολό κομματιασμένο γυαλί. Όταν ηρεμησε ,κάθισε δίπλα του με την πλάτη στο κρεβάτι κοιτώντας απέναντι στο σκελετό που απέμεινε από το ραγισμένο καθρέφτη.  Έστρεφε το κεφάλι πότε σε αυτόν και πότε στο σωρό με τα κομμάτια.
  Μετά από λίγη ώρα , άρχιζε να νιώθει περίεργα. Όσο περισσότερο κοιτούσε τόσο περισσότερο νόμιζε πως άκουγε φωνές από τον καθρέφτη. Στην αρχή νόμισε πως ήταν ψευδαισθησεις και προσπαθούσε να συνέλθει. Κι όμως αυτός καλούσε να πλησίασει προς το μέρος του. Διστακτικά σηκώθηκε και πήγε πιο κοντά. Τα κομμάτια δίπλα άρχιζαν να αναδεύονται και να κάνουν περίεργους ήχους. Ο καθρέφτης έτρεμε. Ξαφνικά , πρόσεξε ένα σημείωμα κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας. Φοβήθηκε όμως και το αγνοήσε. Σκέφτηκε όμως τι έπρεπε να κάνει.
 Άπλωσε στο πάτωμα όλα τα κομμάτια και τα περιεργάστηκε ένα ένα. Κάθε κομμάτι που κοιτούσε έφερνε δάκρυα κι όποιο αναγνώριζε το τοποθετούσε προσεκτικά πίσω στον καθρέφτη. Προσπαθούσε να τον συναρμολογήσει ξανά.
  Πέρασε καιρός. Δεν έβγαινε από το δωμάτιο. Όσο πιο δύσκολο φαινόταν , τόσο πιο πολύ πείσμωνε για να τον τελειώσει. Κι όμως κάθε κομμάτι που τοποθετούσε σωστά, έδινε μεγαλύτερη σιγουριά για το επόμενο.Κάποτε έφτασε η στιγμή να τόποθετήσει το τελευταίο. Υπήρχαν όμως δύο κενά. Στο χέρι κρατούσε μόνο ένα. Μόλις το ακούμπησε προσεκτικά στη θέση, το γυαλί φώτισε , και έκανε κ τον υπόλοιπο καθρέφτη μονομιάς να λάμψει. Σαν να άλλαξε κατι, σκεφτηκε. "Δεν έλαμπε έτσι στην αρχή." Πράγματι κάτι είχε αλλάξει όμως δεν καταλάβαινε τι. Έπειτα θυμήθηκε το σημείωμα κάτω από την πόρτα και σκέφτηκε ότι τώρα είχε αρκετή δύναμη να το δει. Το άνοιξε και διαβασε:
"Το τελευταίο κομμάτι έξω από την πόρτα."
Άνοιξε την πόρτα και τον βρήκε να κοιμάται στο κατώφλι. Μόλις άκουσε το θόρυβο της πόρτας , άνοιξε αμέσως τα ματια του και σηκώθηκε ." Νόμιζα πως δε θα έβγαινες ποτέ."
"Περίμενες όλον αυτόν τον καιρό ;"
Απάντησε καταφατικά.
Πέρασε μέσα και στάθηκαν και οι δύο μπροστά από τον καθρέφτη.
"Τα κατάφερες !" είπε εκείνος.
"Όχι ακριβώς. Λείπει ένα."
Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, έβγαλε από την τσέπη του ενα τρίγωνο μικρό κομμάτι γυαλί.
"Βλέπεις; Αυτό ηταν πάντα εδώ. Νομίζω πως αυτα που είχαν χαθεί στην πραγματικότητα ήταν τα υπόλοιπα."
Δεν ήξερε τι να πει. Τον είδε απλά καθώς έβαζε και το τελευταίο κομμάτι στη θέση του.Το δωμάτιο φώτισε.
"Κοίτα τώρα ξανά." της είπε.
Υπάκουσε και αντίκρυσε για ακόμη μια φορά τον καθρέφτη, και προς μεγάλη της έκπληξη αντίκρυσε το είδωλό της! ήταν εκεί, γύρισε ! Δάκρυα χαράς πλημμύρισαν τα μάτια της και τον ρώτησε πώς συνέβη
"Το είδωλο σου ποτέ δε χάθηκε. Ήταν πάντα εδώ όμως μεσα στο σκοτάδι δεν έβλεπες πως ο καθρέφτης σου ήταν ραγίσμένος. Ή μάλλον ήθελες να το αγνοείς. Ήταν ήδη σπασμένος πρίν τον σκορπίσεις. Έπρεπε όμως να το κάνεις , για να τον φτιάξεις ξανά από την αρχή. Κοίτα τωρα, βλέπεις ρωγμές;"
εκείνη απάντησε αρνητικά. " Και το τελευταίο;"
"Ο καθρέφτης είναι προσωπικός, δικός σου. Εσύ έπρεπε να τον φτιάξεις. Θα μπορούσες να τον τελειώσεις μόνη σου και θα ήταν εξίσου δυνατός όπως και ο προηγούμενος πριν σπάσει. Δες τώρα, άγγιξε αυτον εδώ. Δε σου φαίνεται διαφορετικος;"
"Ναι" απαντησε εκείνη καθώς διαπίστωσε ότι κάτι είχε αλλάξει στο γυαλί.
"Επειδή με άφησες να μπω. Με άψησες να τον τελειώσουμε μαζί. Και τώρα είναι δεν είναι από απλό γυαλί, αλλά από πορσελάνη."