...μέρος δεύτερο
Το ενδιαφέρον του κόσμου έκανε πολύ
γρήγορα χαρούμενο τον μάγο . Δεν του ήταν πάντα εύκολο να το κάνει , αφού όσο
περνούσε ο καιρός κι αυτός μεγάλωνε ,
κάθε χρόνος που περνούσε από πάνω του ένιωθε να παίρνει και κάτι από μέσα
του . Όμως είχε αποφασίσει να συνεχίσει ακούραστος . Μάζευε εμπειρίες και
γνώριζε ανθρώπους καθημερινά , δεν αθετούσε όμως ποτέ την υπόσχεσή του να
χαρίζει το τελευταίο του τραγούδι κάθε βράδυ στην αγαπημένη μητρική φιγούρα του
σπιτιού του. Κι όπως συμβαίνει με όλες τις μαμάδες , ακόμα και τις μέρες που
αρρώσταινε και οι νότες έβγαιναν σκουριασμένες και ταλαιπωρημένες , εκείνη τον
έπαιρνε αγκαλιά και του έλεγε πως δεν πειράζει, πως θα τον ξεκουράσει εκείνη
σήμερα, σιγομουρμουρίζοντας τραγουδιστά πλάι του.
Όπως συμβαίνει όμως συχνά με τους
αλλοφερμένους ανθρώπους , ο μάγος δεν γνώριζε ότι εκτός από αγάπη κι
ευγνωμοσύνη , τα τραγούδια του προξενούσαν τον φθόνο κι αποτελούσαν πόλο έλξης
για κείνους που δεν είχαν βρει ποτέ το χάρισμα τους και πάσχιζαν να γραπωθούν
από των άλλων.
Όταν μεγάλωσε αρκετά και ήρθε η ώρα να αφήσει
το σπίτι, αποφάσισε πως ήθελε να δει τον κόσμο ή τουλάχιστον , όσο περισσότερα
μέρη μπορούσε, να συλλέξει κι άλλους ήχους και μουσικές και να συνθέσει όμορφα
τραγούδια . Αποχαιρέτησε την οικογένεια του και ξεκίνησε , πηγαίνοντας από πόλη
σε πόλη , χωριό και χωριό, ρουφώντας ήχους και καινούριες μελωδίες και
τραγουδώντας όπου τον καλούσαν . Φυσικά η φήμη ενός τέτοιου μάγου δεν είναι
δυνατόν να μείνει κρυφή για πολύ. Έτσι, οι τσαρλατάνοι κι οι απατεώνες έκαναν
ουρές, τον πλησίαζαν και του πουλούσαν συναναστροφή , άλλοι τον δελέαζαν με
σκοτεινές προσφορές και μυστικά για να τους δώσει τη φωνή του και μερικοί το έκαναν τόσο καλά που τον εκμεταλλεύτηκαν
πολλές φορές μέχρι να μάθει να την προστατεύει . Αποφάσισε, λοιπόν, να βάλει τη
φωνή του σε ένα κουτί, το κλείδωσε και το έκρυψε καλά και δεν την
χρησιμοποιούσε παρά μόνο όταν τη χρειαζόταν. Είχε κι αυτό όμως το τίμημά του .
Όσο καιρό η φωνή προστατευόταν στο κουτί , τόσο η καρδιά του μάγου γινόταν
ευάλωτη και βαριά . Μετά από ώρες περιπλάνησης , για παράδειγμα, έγερνε ελαφρώς
μπροστά , καθώς ένιωθε τόσο αφόρητα μεγάλη την καρδιά του και δεν μπορούσε
εύκολα να την κουβαλήσει. Όσο όμως τραγουδούσε , γινόταν πάλι ένα μικρό αγόρι ,
και φανταζόταν αντίκρυ τη μητέρα του να του ζητά να της το αφιερώσει προτού
πέσει για ύπνο…»
«Η φωνή του ήταν και η Χαρμολύπη ;» με
ρώτησε νυσταγμένος , και με το δίκιο του , γιατί η νύχτα προχωρούσε και δεν
ήταν ώρα για προεκτάσεις.
«Όχι μικρό μου , η Χαρμολύπη έφτασε αργότερα
στα χέρια του μάγου και με έναν πολύ παράξενο τρόπο…»
«Πώς δηλαδή;»
« Περίμενε να την καλέσουν.»
«Υποσχέσου μου πως δε θα την
αναζητήσεις ποτέ , μ’ακούς;»
« Το υπόσχομαι» . Κι εκεί που νόμιζα
πως τη γλίτωσα , έκανε τη πιο συνηθισμένη και χιλιοειπωμένη ερώτηση των 5 ετών
και κάτι : « Γιατί;»
«Γιατί η Χαρμολύπη τελικά , δεν είναι
και πολύ ωραίο πράγμα…» Σούφρωσε λιγάκι τα χείλη και με σκούντησε ελαφρώς ,
αποδεχόμενος το αίνιγμα και απαιτώντας να συνεχίσω ακόμη κι αν δεν έμεινε
πλήρως ικανοποιημένος με την απάντηση μου.
« Ο Μάγος είχε συνηθίσει σε αυτή τη
ζωή , προχωρώντας πάντοτε προσεκτικά , κι ας συναντούσε τόσο κόσμο στο διάβα
του, με ελάχιστους συντρόφους για παρέα , αφού άλλαζε συχνά συνοδούς και πολλές
φορές κρατούσε κρυφό το χάρισμα του, σαν ένα πολύτιμο κι επικίνδυνο μυστικό. Του
άρεσαν οι παρέες και απολάμβανε συνάξεις όπου του δινόταν η ευκαιρία να
σφυρίζει – ποτέ όμως να τραγουδά. Κατά βάση όμως ταξίδευε μόνος το μεγαλύτερο
διάστημα κι αυτό ήταν το πιο δύσκολο , γιατί δεν είχε κανέναν να τον βοηθήσει
να κουβαλήσει την καρδιά του . Τα τραγούδια που φύλαγε και δεν έλεγε πια ,
γίνονταν φορτίο και στοιβάζονταν εκεί το ένα πάνω στο άλλο. Από την άλλη ήταν όμως και το πιο ασφαλές
γιατί έτσι δεν ήταν διαρκώς σε επιφυλακή μήπως κάποιος ανακαλύψει το μυστικό
του και το θελήσει για τον εαυτό του. Συνέχιζε όμως να ταξιδεύει και να
αφουγκράζεται μουσικές και τραγούδια του κόσμου περπατώντας κάθε μέρα πιο κοντά
στο όνειρό του.
»Μια μέρα λοιπόν ο Μάγος, μετά από
κοπιαστικό σεργιάνι , έφτασε στην Πόλη της Βροχής . Μάλιστα, κατέφτασε πολύ
ενθουσιασμένος , γιατί είχε ακούσει από πολλούς στο δρόμο του να επαινούν την
ομορφιά της και τους γεμάτους με νέους ανθρώπους δρόμους της . Η πόλη αυτή είχε
όλα τα καλά , είχε όμως μονάχα ένα κακό : δε σταματούσε ποτέ να βρέχει . Όλο το χρόνο έβρεχε , χειμώνα καλοκαίρι ,
άλλοτε δυνατά και φοβερά κι άλλοτε σιγανά και τρυφερά , σαν να χαιδεύει το
έδαφος . Δεν σταματούσε όμως ποτέ .Οι μελαγχολικοί τότε γέμιζαν θλίψη , και η
αισιόδοξοι απογοήτευση. Ο Μάγος όμως δεν ήταν ούτε το ένα , μα ούτε και το
άλλο. Όταν το καλοσκεφτόταν , κατέληγε πως ίσως , να ίσως ,και να ήτανε λιγάκι
μόνος όλο κι όλο. Δεν ήταν λίγες οι
φορές , που κάπου κάπου στα ταξίδια του , αναζητούσε υποσυνείδητα κι άλλους
μάγους ή μάγισσες , κάποιον που θα μπορούσε να του τραγουδήσει δίχως να φοβάται
, κι ίσως να έβλεπε κι εκείνος παρόμοια θαύματα. Είχε λοιπόν ακόμα την ελπίδα ,
πως κάπου στην Πόλη της Βροχής , κάτω ίσως
από κάποια ομπρέλα , να ‘βρισκε πλάσμα να του μοιάζει.»
« Και το βρήκε;»
« Αν με διακόπτεις συνέχεια πώς θα
μάθεις; όλα με τη σειρά τους !» Άσε που πρέπει να σε πάρει κι ο Μορφέας σιγά
σιγά , σκέφτηκα.
« Μμμ, καλά εντάξει δε θα σε ξαναδιακόψω
. Να ρωτήσω , η Χ..-- »
« Το κάνεις επίτηδες για να μην
κοιμηθείς έτσι; » Όχι που δεν θα το καταλάβαινα !
«Καλά ντε δεν είπα και τίποτα…Δεν θα
ξαναπω τίποτα τώρα. Συνέχισε γιατί έχεις αφήσει τον μάγο στην Πόλη της Βροχής.»
«Θυμάμαι , και;»
«Ε τον έχεις αφήσει και βρέχεται τόση
ώρα..!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου