Ξημέρωσε πάλι. Ξημερώνει νωρίς τα καλοκαίρια , διαπίστωσε σαν να 'ταν η πρώτη φορά . Μόλις ο ουρανός άρχισε να αραιώνει το μπλε χρώμα του πήρε το καπέλο , άρπαξε τα κλειδιά της και βγήκε έξω. Το σπίτι δεν τη χωρούσε πια. Ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει τα συναισθήματα της σήμερα.
Περπάτησε ώρα πολλή , τόσο που έγδερνε τις πατούσες και τις φτέρνες της σε κάθε βήμα που περνούσε , αλλά αγνοούσε τον πόνο μέχρι να σταθεί να πάρει μιαν ανάσα. Κι αυτή ζεστή. Ο ήλιος της έκαιγε το πρόσωπο , τόσο που μετάνιωσε που δεν έπιασε τα μαλλιά της προτού να φύγει . Δεν πειράζει. "Δεν πειράζει". Ήταν η μόνη φράση που θυμόταν να έχει πει στον εαυτό της μέρες τώρα. Καθόταν σιωπηλή , άλλοτε δίπλα στο παράθυρο , άλλοτε στη βεράντα τη νύχτα.
Άλλοτε απλώς περπατούσε πάνω κάτω σαν φάντασμα μέσα στο σπίτι. Κι αφού εξερευνούσε τους άδειους χώρους , κι έβλεπε πως κανείς δεν ήταν εκεί, το βλεπε πιο έρημο,σαν να μην υπήρχαν πια τα έπιπλα , μόνο το υγρό και παγωμένο πάτωμα , κι όλα τα υπόλοιπα να είχαν εξαφανιστεί.
Γύρω της δεν έβλεπε τίποτε . Τα μάτια της ήταν απλώς λειτουργικά , ίσα για να μην πέφτει , άν και αυτό δεν το κατάφερναν πάντα. Και στα αυτιά της άκουγε ξεκάθαρα μια παύση κι ένα βουητό συνάμα , σημάδι πως το πνεύμα της περιπλανιόταν σε άλλους κόσμους τώρα. Το σώμα της ωστόσο , την οδηγούσε παραπέρα.
Κανένας ήλιος δεν τη χωρούσε , πάσχιζε αυτόματα να βρει μια σκιά να ξαποστάσει.
Το σώμα της ήταν πια προφυλαγμένο κάτω από τη στάση. Κανείς δεν φαινόταν να την προσέχει . Τι ήταν εξάλλου, μια μελαγχολική παρουσία ανάμεσα στις άλλες. Γι'αυτό και δεν την απασχολούσε αν τραβούσε την προσοχή. Σήμερα μεγαλύτερη εντύπωση κάνει η χαρά από τη θλίψη. Ήταν μόνη της , καθιστή , σαν το μοναδικό στοιχείο ακινησίαςσε ένα κινούμενο κοινό που πηγαινοερχόταν γύρω της. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και ξέθαψε ένα ξεχασμένο εισιτήριο. Χαμένη στη σκέψη της , μια κοπέλα που έδειχνε να περιμένει το λεωφορείο. Τι περίμενε όμως; ;Eνιωθε σαν τον πίνακα του Ρενουάρ, το πάρτυ στο πλοίο , σαν εκείνη την κοπέλα που έπινε από το ποτήρι δίπλα στην κοπέλα της κουπαστής που τους χάζευε όλους χαμογελαστή. Ήταν εκεί , κι όμως δεν ήταν εκεί.
Πιάστηκε από εκείνο το "δεν πειράζει"προηγουμένως . Της φαινόταν περίεργο που το άκουγε ξανά και ξανά μέσα στο κεφάλι της κάθε φορά όλο και πιο δυνατά. Την ενοχλούσε.
Μεταμορφωνόταν και μεγάλωνε από κάτι απλό , σε μια ηχηρή απάντηση για ερωτήματα που ήθελε να πάψουν να την ταλανίζουν . "Και τι έγινε , ερωτεύτηκα τον λάθος άνθρωπο." Πονούσε. Οι σκέψεις ήταν τόσο δυνατές που αν προσπαθούσε να μιλήσει πιθανοτατα δεν θα άκουγε τις λέξεις. Και ακόμη, γιατί αυτές οι σκέψεις της έλεγαν πως μετά από μια μεγάλη απώλεια , μετά απο εξαντλητικό ξόδεμα συναισθημάτων , δεν πειράζει να μένεις για λίγο κενή, κάπως άδεια , γιατί αυτό σημαίνει πώς ένιωθες τόσα πολλά να διεκδικούν έναν χώρο ισομερές στο βάθος που
επειδή δν ήθελες να αδικήσεις κανένα αποφάσισες να εκκενώσεις το χώρο για λίγο.
Ένας νεαρός άνδρας πλησίασε και κάθισε δίπλα της.Άκουγε μουσική απορροφημένα. Όμορφος ήταν , κι αυτός. Άραγε για κείνον πιο να ναι το πιο προβληματικό συναίσθημα στον κόσμο; Έχει νιώσει παρόμοια ποτέ; Μικρά εγκλήματα στο δρόμο.
Γιατί; Άραγε από πόσους έχει πληγωθεί και πόσους έχει πληγώσει . Έψαχνε κάποιον απεγνωσμένα να της εξηγήσει αυτή την εξίσωση , πώς επέρχεται ισορροπία πληγώνοντας και με
το να πληγώνουμε και την υπευθυνότητα να νιώθεις υπέυθυνος για αυτό. Όταν ήρθε το λεωφορείο ο νεαρός έσπευσε να μπεί πρώτος. Βιαστικός, κι αυτός. Μα εκείνη δεν βιαζόταν.
Σηκώθηκε όρθια και πλησίασε την πόρτα. Είδε τον νεαρό να χτυπά το εισιτήριο και να κάθεται στις πρώτες θέσεις στο παράθυρο προς τη μεριά της, πάντα με τα ακουστικά στα αυτιά. Κι εκείνη στεκόταν στην πόρτα με το εισιτήριο στο χέρι, καθυστερώντας τον οδηγό ο οποίος φαινόταν να εκνευρίζεται. Θα ανεβειτε, έλεγε το βλέμμα του. Όσο καθυστερούσε , τόσο οι ελάχιστοι επιβάτες την κοιτούσαν με περιέργεια . "Λοιπόν;" -Λοιπόν , ερωτεύτηκα το λάθος άνθρωπο.
Ύστερα εκείνη , χτύπησε το εισιτήριο της και πίσω της έκλειναν οι πόρτες. Ανάμεσα στις θέσεις διάλεξε να καθίσει δίπλα στο νεαρό από τη στάση. Εκείνος την κοίταξε μια φορά , κι ύστερα γύρισε στη μουσική του χωρίς να δώσει άλλη σημασία. Για μια στιγμή ένιωσε σαν τη νεαρή της κουπαστής , κι ύστερα πάλι , σήκωσε το πορσελάνινο ποτήρι.
ιδιαίτερη ιστορία!μου άρεσε!:)
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πάρα πολύ!
ΔιαγραφήΠολύ ωραίο βρε!!Έχεις ταλέντο εν αντιθέσει με εμάς τους καημένους!!:):)
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε χαιρετώ!!
ΥΓ:Αα και το μπλογκι δεν έκλεισε υπέστη ανακαίνιση!!:)
χαχα να'σαι καλά Ρασκό! Έκαστος στο είδος του όμως δε λένε ; ;)
ΔιαγραφήΥ.Γ. ευτυχώς !
-Λοιπόν ερωτεύτηκα το λάθος άνθρωπο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικά έχεις ταλέντο... Τώρα που τελείωσα, περιμένω να διαβάσω κάτι μεγαλύτερο, ξέρεις εσύ!
Άντε τελείωσες ; Διακοπές επιτέλους;! Κι απ'τα δικά μας εύχομαι !
ΔιαγραφήΞεκινάω με το πρώτο μεγάλο λοιπόν (ξέρεις εσύ) και στο στέλνω με μείλ .
Εσύ έχεις πολύ ταλέντο!!Να το αξιοποιήσεις!!Μπορεί να μην θέλεις να γίνεις συγγραφέας..αλλά όπως λένε μάθε τέχνη και άσ'τηνα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό βράδυ!!!
Ίσα ίσα! δεν ξέρεις πόσο το θέλω ! Ευχαριστώ που με ενθαρρύνεις να συνεχίσω !
Διαγραφήχαίρομαι που ήρθα,που στάθηκα, θα περιμένω πολλά από σένα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ ! θα βάλω τα δυνατά μου να φανω αντάξια των προσδοκιών σου! :)
Διαγραφή